Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΗ

Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
ΙΗ'. Καπετάν Ακρίτας


- Ξέρεις καλά τα μέρη, Αποστόλη;

- Τούτα δω, όχι και τόσο. Ξέρω δηλαδή τα μονοπάτια, και πώς να κόβεις κρυφά το δρόμο. Μα τους ανθρώπους δεν τους ξέρω.

- Τα μονοπάτια, και τις σπηλιές, και τους κρυψώνες, και τους κρυφούς δρόμους, τους ξέρω κι εγώ. Για τους ανθρώπους ρωτώ.

- Ποιον γυρεύεις, κυρ Βασίλη;

- Ποιους, ρώτα' γιατί είναι πολλοί που χάλασαν το χωριό μου, και όλους ορκίστηκα να τους σκοτώσω, όπως σκότωσα το γερο - Παζαρέντζε.

- Πες μου κανένα όνομα...

- Τον Τάσο Σλούπια τον ξέρεις;

- Όχι.

- Τον Ζλατάν;

- Ούτε.

- Τον Μπάτσο; Αθανάς νομίζω τον λεν;

- Ένας κοντός και μαύρος; Αυτός είναι στο Μπόζετς.

- Ναι, μου το ξανάπες. Μα είναι και άλλοι. Ένας Χρίστοφ Κρόνε; Ένας Τάνε; Ένας Πέιο;

- Ο Άγγελ;

- Ναι.

- Αυτός είναι θείος του παραγιού μου. Τα μάτια του Βασίλη έβγαλαν αστραπές.

- Δουλεύεις με Βουλγάρους εσύ; έκανε με σφιγμένα δόντια.

- Είμαστε τόσο ανακατωμένοι... το ξέρεις καλύτερα και από μένα, κυρ Βασίλη. Είναι βουλγαρόφωνος, μα δικός μας, ο παραγιός μου - ένα παιδάκι τόσο δα! Μα τάχα ο καπετάν Κόττας δεν ήταν βουλγαρόφωνος; Και ο Γκόνος δεν είναι; Και υπάρχουν πιο γνήσιοι Έλληνες πατριώτες απ' αυτούς; Ο παραγιός μου, πως είναι ανεψιός του Πέιο τι σημαίνει; Μπορεί η μάνα του να ήταν Ελληνίδα. Μισεί τους Βουλγάρους κι έμαθε ελληνικά. Τον έχω βάλει στης κυρίας Ηλέκτρας, της δασκάλας του Ζορμπά. Τον λένε Γιωβάν. Θα τον κάνομε Γιάννη.

- Ναι; έκανε αδιάφορα ο Βασίλης, που ο νους του γυρνούσε αλλού.

- Μην περιφρονείς κάτι τέτοια μικρά, είπε ο Αποστόλης, που πειράχθηκε από την αδιαφορία του μεγαλύτερου του. Αυτό το βουλγαρόφωνο, ο πιτσιρίκος, πήγε και ξετρύπωσε τον Αποστόλ Πέτκωφ στο Ζερβοχώρι, ενώ τον νομίζανε στο Ράμελ. Και βρήκε και τον καπετάν Άγρα στις Κάτω Καλύβες, με μια πλάβα, μοναχός του.

- Τον Ζλατάν, από την Γκολέσιανη, θα ήξερε να τον βρει, αν του το λέγαμε; ρώτησε ο Βασίλης, που έδωσε προσοχή στις τελευταίες πληροφορίες του Αποστόλη.

- Ποιος είναι ο Ζλατάν;

Τα μαύρα φρύδια του Βασίλη είχαν σμίξει, προμηνούσαν κεραυνούς και νεροποντές. Μα δε μίλησε. Και σιωπηλά εξακολούθησαν οι δυο το δρόμο τους. Πού πήγαιναν καθαυτό, δεν ήξερε ο Αποστόλης. Τραβούσαν τάχα κατά το Βάλτο. Μα ο δρόμος που ακολουθούσαν, μες στα ψηλά παλιούρια και στις πλαγιές, πότε τους έβγαζε ξαφνικά σε βουλγαροκαλύβες, πότε τους έχωνε σε πυκνοδεντριές όλο αγκάθια και βάτους, και πότε πάλι τους οδηγούσε στη μέση μιας πλατείας χωριού, όπου κάτι ζητούσε, λέγει, ο Βασίλης ν' αγοράσει, ή να μάθει, και όλο ρωτούσε, μιλώντας σλαβομακεδόνικα σα θρέμμα του τόπου. Τον Βασίλη ακόμα καλά καλά δεν τον είχε «ζυγίσει», όπως έλεγε, ο Αποστόλης. Λιγόλογος, μονόχνωτος, έτοιμος πάντα για αγγαριές, ποτέ για κουβέντες και διαχύσεις, ο Βασίλης του έμενε κλειστός. Ήταν και λίγες οι μέρες που πέρασαν μαζί.

Στη Νιάουσα σαν έφθασαν, η ελληνική κοινότης, μ' επικεφαλής το γιατρό τον Περδικάρη, είχε δεχθεί μ' ενθουσιασμό τον καπετάν Άγρα. Εκεί αντιλήφθηκε ο Αποστόλης τι αίγλη είχε αποκτήσει τ' όνομα του, που σκορπούσε τρόμο στους Βουλγάρους και που έδινε φτερά στους Έλληνες, όπου περνούσε. Ήταν ο θρυλικός ήρωας του Βάλτου. Μόλις έφθασε στη Νιάουσα, αν και άρρωστος, λιγνός, αφανισμένος από τους πυρετούς που του είχαν καταστρέψει την υγεία, μπήκε αμέσως στη δουλειά, οργάνωσε τη στρατολογία των νέων, τον οπλισμό τους, τη στρατιωτική τους εκπαίδευση. Σε δυο τρεις μέρες ηλέκτρισε όλη την περιφέρεια. Πάντα έτοιμος να εκτελέσει οποιαδήποτε διαταγή, ο Βασίλης είχε γυρίσει τα περίχωρα, είχε φέρει του Αρχηγού πληροφορίες, όσες του είχε ζητήσει, είχε μεταφέρει όπλα και φυσίγγια. Μα ο Αποστόλης έβλεπε, με τη φυσική του οξύνοια, πως ο νους του ήταν αλλού. Πού άραγε; Στο χαμένο του παιδί;

Μια μέρα είχε πει ο Αποστόλης:

- Εγώ πρέπει να φύγω. Δε μου δίνει δουλειά εδώ ο Αρχηγός, και ίσως να με χρειάζουνται στον Κάτω Βάλτο.

Του είχε αποκριθεί απότομα ο Βασίλης:

- Περίμενε. Θα πάμε μαζί στην Κουλακιά.

Και σαν πέρασε η πρώτη εβδομάδα, και κατακάθισε κάπως η δουλειά, και μπήκε το νερό στο αυλάκι, ζήτησε την άδεια ο Βασίλης από τον Αρχηγό, να κατέβει με τον Αποστόλη στην Κουλακιά, να δει, λέει, το παιδί που λέγουνταν Τάκης, που δεν πνίγηκε στον Αλιάκμονα σαν τον πέρασαν οι καπεταναίοι Ακρίτας και Μπούας, δυο χρόνια πρωτύτερα, και που έμενε στης δασκάλισσας της Κουλακιάς, στης κυρίας Ασπασίας. Και του έδωσε ο Αρχηγός την άδεια, κι έφυγε με τον Αποστόλη.

Μα δεν πήγαν ίσια στη Γιάντσιστα, για να περάσουν από το Βάλτο, να κατέβουν στην Κρυφή, και από κει στην Κουλακιά. Τραβούσαν δρόμο τόσο παράξενο που τα 'χασε ολότελα ο Αποστόλης. Από τη Νιάουσα, μέρα μεσημέρι πήγαν στην Γκολέσιανη, βορειοανατολικά της Νιάουσας. Από κει, ανατολικά πάντα, στη Βέστιτσα των Βοδενών. Ύστερα, ίσια νότια, στη Βέστιτσα της Βέρροιας, και πάλι πίσω, δυτικά, στον Κάτω Κόπανο, και από κει στον Πάνω Κόπανο, περνώντας και από καλύβια, και από στάνες, και πάλι μένοντας στο βουνό ή ανεβαίνοντας σε κορυφές, όπου τα δάση ήταν πράσινα και πυκνά. Και παντού ρωτούσε, και όλο ρωτούσε ο Βασίλης. Μια φορά, χθες, τους σταμάτησε ένας αρματωλός, που βγήκε ξαφνικά από μια πυκνοδεντριά. Του είπε ελληνικά ο Βασίλης:

- Παραδίνομαι. Πήγαινε με στον καπετάν Ακρίτα.

Ο Αποστόλης ανατρίχιασε. Καπετάν Ακρίτας, δεν υπήρχε πια στη Μακεδονία - το ήξερε. Είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, ύστερα από δυο χρόνων ηρωική δράση ως αρχηγός σώματος της Νιάουσας, και όταν πια τον είχαν εξιχνιάσει οι Τούρκοι, και η διαμονή του στα μακεδόνικα βουνά θα έβαζε σε κίνδυνο ολόκληρο τον Αγώνα. Και όμως ο αρματωλός δε διαμαρτυρήθηκε, ούτε δίστασε. Παρά πήγε τον Βασίλη και τον Αποστόλη σ' ένα «γιατάκι», δηλαδή λημέρι ανταρτών. Ο Βασίλης δε μίλησε, δεν είπε όνομα. Μόνο έκανε ένα μυστικό νόημα. Κι ένας από τους αντάρτες, ένας μεγαλόσωμος, ηλιοκαμένος, γενάτος, σηκώθηκε μεμιάς, τον σίμωσε με φανερή συγκίνηση, τον κοίταξε στα μάτια, αμφίβολα, υποψιάρικα. Και είπε ο Βασίλης:

- Ναι!

Κι έβγαλε ο άλλος μια πνιχτή φωνή, τον άρπαξε στην αγκαλιά του, και μια στιγμή έμειναν χωρίς μιλιά, αγκαλιασμένοι, πνιγμένοι από συγκρατημένους λυγμούς. Και είπε ο άλλος, ο αντάρτης:

- Τ' άσπρα σου μαλλιά...

Και πάλι είπε ο Βασίλης:

- Ναι!

Και απομακρύνθηκαν και οι δυο. Και πολλή ώρα έμειναν μόνοι και μιλούσαν μυστικά.

Είχε μείνει ο Αποστόλης με τους αντάρτες, και του πρόσφεραν ψωμί μπαγιάτικο και άσπρο τυρί. Και τον ρωτούσαν από πού ήρχουνταν, πού πήγαινε, ποιος ήταν ο ασπρομάλλης. Μα μαθημένος να ξέρει και να μη λέγει, ο Αποστόλης απαντούσε με μονοσύλλαβα, άκρες μέσες, πως δεν ήξερε, πως δεν τον γνώριζε, πως τον αντάμωσε στο δρόμο.

Μα και αυτουνού ο νους ήταν αλλού, στον καπετάν Ακριτα, που βρέθηκε ξαφνικά πάλι στο βουνό, με σώμα, μικρό είναι αλήθεια, μα καλά οπλισμένο. Και όλο από κει κοίταζε. Και είδε τον Βασίλη που πήρε ένα πορτοφολάκι από τα χέρια του άλλου, κάτι έβγαλε από μέσα, το κοίταξε πολλή ώρα και ύστερα το γύρισε ανάποδα... Ήταν χαρτάκι;... Και το έδωσε πίσω του καπετάν Ακρίτα, που κάτι έγραφε στο χαρτάκι, όσο του έλεγε ο Βασίλης. Πού τον είχε ξαναδεί άραγε; Τον καπετάν Ακρίτα δεν τον ήξερε. Είχε ακούσει γι' αυτόν πολλά. Από μικρός παρακολουθούσε, στην περιφέρεια του Βάλτου αυτός, τη θρυλική δράση του καπετάν Ακρίτα στα μέρη του Μορίχοβου, και ύστερα του Βέρμιου βουνού, με το λαμπρό Γαρέφη, στο Βλάδοβο, στο Μεσημέρι, στη Νιάουσα... Και πού δεν είχε δράσει! Μα δεν έτυχε να τον ανταμώσει ποτέ.

Τούτον, κάπου τον είχε δει. Μα πού; Τα μαύρα αυτά μάτια που έβγαζαν φλόγες, τα μεγάλα δυνατά αυτά χέρια, την ολόρθη ψηλή κορμοστασιά, το δυνατό κορμό όλο μυς και νεύρα, τον άπαχο, το στερεό... Τα βήματα αυτά, τα κατακτητικά... Πού τα είχε ξαναδεί άραγε; Και άρχισε και αυτός να ρωτά: Από πότε ήταν σε τούτα τα λημέρια ο καπετάν Ακρίτας; Γιατί τόσον καιρό είχε φύγει από το Βέρμιο; Μήπως είχε πάγει στην Καρατζόβα; Μα, όπως και αυτός, οι αρματωλοί ξαφνικά μαγκώθηκαν, απαντούσαν με μονοσύλλαβα, δεν ήθελαν να πουν. Και ήλθαν οι δυο φίλοι, που βαστιούνταν από το χέρι σα να μην αποφάσιζαν να χωριστούν. Και σήκωσε ο αρματωλός το χέρι, και βαριά το ακούμπησε στον ώμο του Βασίλη, και του είπε:

- Ή του ύψους ή του βάθους. Καλή επιτυχία!

Και τη φωνή αυτή τη βαθιά, την ηχερή, την είχε ξανακούσει ο Αποστόλης. Μα πού; Και χωρίστηκαν οι δυο φίλοι, κι έφυγε ο Αποστόλης με τον Βασίλη, και από κείνη την ώρα δεν του μίλησε πια ο Βασίλης, παρά για να του πει σα σκοτείνιασε: «Εδώ θα κοιμηθούμε!», μες στο δάσος δηλαδή. Και την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι: «Ώρα να φύγομε»! Και από τότε περπατούσαν, χωρίς λέξη ν' ανταλλάξουν, ώσπου έγειρε κι έδυσε ο ήλιος, και τον ρώτησε ξαφνικά ο Βασίλης:

- Ξέρεις καλά τα μέρη, Αποστόλη;

Δεν ήταν δικά του λημέρια αυτά, μα είχε ξαναπάγει μια δυο φορές στη Νιάουσα ο οδηγός, και, σαν τα λαγωνικά, όταν είχε περάσει μια φορά από ένα μέρος, ξανάβρισκε πάντα τον πιο κρυφό δρόμο, είτε μέρα ήταν είτε νύχτα. Και τώρα νύχτωνε, και όλο περπατούσαν. Μα και ο Βασίλης έμοιαζε να ξέρει ακόμα πιο καλά κάθε βάτο και κάθε πέτρα. Δρόμο πατημένο δεν ακολουθούσε, ούτε κανένα μονοπάτι. Και όμως πήγαινε στα σίγουρα, σα να 'ταν στο σπίτι του. Και βγήκαν από το δάσος, και χωρίς δισταγμό τράβηξε ο Βασίλης αριστερά, βόρεια. Και σε λίγο, κάπου εκεί κοντά, μέσα σε άλλο δασάκι, από μεγάλα παλιούρια, κάποιο φως φάνηκε, που φέγγριζε από μέσα από μια φαρδιά χαραματιά παραθύρου, σε κάποιο πάνω πάτωμα καλύβας.

Στάθηκε ο Βασίλης και μια στιγμή δίστασε. Και ξαφνικά είπε του Αποστόλη:

- Είσαι, λέγει, και ξυπνός και πιστός. Είσαι και λαφρύς, και είσαι, λέγει, άφοβος. Βλέπεις αυτή την καλύβα εκεί μπροστά; Σίμωσε χωρίς κρότο. Στο κάτω πάτωμα είναι ο στάβλος. Μη σε πάρουν μυρωδιά απάνω, μα κοίταζε πόσα ζώα είναι μέσα, κι έλα πες μου.

Τέτοιες παραγγελίες για τον Αποστόλη ήταν σα να του χάριζες τον κόσμο. Δεν πρόφθασε ν' αποπεί ο Βασίλης τη φράση του, και με το σιωπηλό γατίσιο βάδισμα του ο οδηγός ήταν κιόλα στο μισό δρόμο.

Τον είδε ο Βασίλης που σίμωνε την καλύβα, μια κυρτή σκιά που μπορούσε να είναι αλεπού, ακόμα και μικρότερο ζώο, και τον έχασε μες στα χαμόκλαδα. Πέρασαν λίγα λεπτά. Και ξαφνικά τον είδε πάλι ο Βασίλης που ξετρύπωνε από ένα βάτο πλάγι του.

- Τρία μουλάρια κι ένα άλογο, είπε σύντομα ο Αποστόλης. Το άλογο έρχεται από μακριά, κι έτρεξε γρήγορα.

- Πώς το ξέρεις; ρώτησε ο Βασίλης.

- Είναι μούσκεμα δρώμενο, και είναι τόσο κουρασμένο που δεν μπορεί να φάγει. Ήπιε μόνο νερό.

- Πώς το ξέρεις; ρώτησε πάλι ο Βασίλης.

- Η πόρτα του στάβλου δεν κλείνει ως απάνω. Είναι μισό το ύψος της τάβλας, για αερισμό φαίνεται. Σκαρφάλωσα και μπήκα μέσα. Τα δυο μουλάρια είναι ξεκούραστα. Το άλογο έφθασε αργά. Ο καβαλάρης δεν πρόφθασε ούτε να ξεσαμαρώσει. Θα τον περίμεναν οι άλλοι.

- Ποιοι άλλοι;

- Αυτοί που κουβεντιάζουν βουλγάρικα πίσω από αυτό το παράθυρο.

- Τους άκουσες;

- Λίγα λόγια. Μιλούν χαμηλόφωνα.

Χαδιάρικα ακούμπησε ο Βασίλης το χέρι του στο κεφάλι του αγοριού. Ήταν το ευχαριστώ του. Ο Αποστόλης ήταν έτοιμος τώρα να πέσει στη φωτιά.

- Πάμε να τους δεις, είπε με ασυνήθιστη γλύκα ο Βασίλης.

- Πάτα σιγά όπου πατώ εγώ, αποκρίθηκε ο Αποστόλης, μην τσακίσει κανένα κλαδί.

Κι εμπρός ο οδηγός, διαλέγοντας το μαλακό χώμα, και πίσω ο Βασίλης, πατώντας στα πατήματα του, σίμωσαν την καλύβα. Ήταν απλοϊκή χωριάτικη καλύβα, χτισμένη με σανίδες και κλαριά, πρόχειρο καταφύγιο, κρυμμένο μες στα δέντρα, με σκεπή από κλαριά και ραγάζι. Έφθασαν κάτω από το κλειστό παράθυρο και στάθηκαν ν' ακούσουν. Μα μόνο ένα μουρμουρητό ακούουνταν, και, κάπου κάπου, μια λέξη ξεχώριζε κι έφθανε ως το αυτί τους. Ο Βασίλης κόλλησε την πλάτη στον τοίχο της καλύβας κι έκανε νόημα του Αποστόλη να πατήσει στα δεμένα χέρια του.

Δε χρειάστηκαν λόγια κι εξηγήσεις. Ο οδηγός πήδηξε στις φούχτες του μεγαλύτερου και από κει στους ώμους του. Το κεφάλι του έφθασε στο κούφωμα του παραθύρου. Κόλλησε το μάτι του στη χαραματιά του κλεισμένου κανατιού και είδε τέσσερις άντρες καθισμένους σε σκαμνιά, γύρω σ' ένα σανιδένιο τραπέζι, όπου έκαιε μια χωριάτικη πετρελένια λάμπα. Οι τρεις φορούσαν τα συνηθισμένα των χωρικών της περιφέρειας ρούχα, το αντερί, τη ζιάκα, μ' ένα κοντογούνι ριχμένο στη ράχη, το μπενιβρέκι, και στα πόδια τουζλούκια, μάλλινα σαν τη φορεσιά τους, που χάνουνταν μέσα στα γουρουνοτσάρουχά τους. Είχαν και οι τρεις γένεια, και ήταν ατημέλητοι χωρικοί. Ο τέταρτος, που γύριζε τη ράχη στο παράθυρο, ήταν πιο καλοντυμένος, με μπλου τσόχινο πανταλόνι, μακριές μαύρες μπότες και μια κόκκινη ζώνη. Το κοντογούνι του ήταν στολισμένο με πολύτιμη γούνα, και, καθώς χειρονομούσε, μιλώντας στους άλλους σαν αρχηγός σε υποτακτικούς, παρατήρησε ο Αποστόλης πως φορούσε στο τρίτο δάχτυλο ένα χρυσό δαχτυλίδι.

Κάμποση ώρα μιλούσε. Ύστερα σηκώθηκε και αποχαιρέτησε έναν έναν τους τρεις χωρικούς. Γύρισε στο φως, και είδε ο Αποστόλης το ξυρισμένο του πρόσωπο. Βιαστικά γονάτισε στους ώμους του Βασίλη, γλίστρησε ως χάμω, και, πιάνοντας το χέρι του συντρόφου του, τον έσυρε μες στο δάσος, πίσω από τα πυκνά δεντράκια, απ' όπου έβλεπαν χωρίς να φαίνονται. Κάποια ξύλινη εξωτερική σκάλα έτριξε στο πίσω μέρος της καλύβας, δυο σκιές ξεπρόβαλαν από τη γωνιά, άνοιξαν την πόρτα του στάβλου και μπήκαν μέσα. Την ίδια ώρα, το παράθυρο του πάνω πατώματος άνοιγε διάπλατα, χύνοντας φως στο έξω σκοτάδι, και δυο άντρες οπλισμένοι έσκυψαν και επιθεώρησαν το φωτισμένο μέρος εμπρός στην καλύβα.

Ποδοχτυπήματα ακούστηκαν στο στάβλο, και ο ένας άντρας, τυλιγμένος στην κάπα του, καβάλα σ' ένα μουλάρι, βγήκε αργά, κοίταξε εδώ κι εκεί με προσοχή, τράβηξε το γουνίσιο καλπάκι του βαθιά στο πρόσωπο του, και γύρισε, έκανε το γύρο της καλύβας κι έφυγε.

- Ο Αποστόλ Πέτκωφ, μουρμούρισε ο Αποστόλης μέσα στ' αυτί του Βασίλη, μα αυτός του σκέπασε το στόμα.

Βγήκε και ο άλλος χωρικός από το στάβλο, κλείδωσε την πόρτα και ανέβηκε από την πίσω σκάλα, που έτριξε πάλι κάτω από τα βήματα του. Γύρισαν και τραβήχθηκαν από το παράθυρο οι δυο οπλισμένοι, κι έκλεισαν τα σανιδένια κανάτια. Και το φως μέσα έσβησε. Σιγοπατώντας απομακρύνθηκε ο Βασίλης με τον Αποστόλη και σιωπηλά βγήκαν από τα παλιούρια, και κατέβηκαν έναν κατήφορο απότομο που τους οδήγησε σε άλλη σύδεντρη πλαγιά. Ο Βασίλης κάθισε χάμω, έκανε νόημα του Αποστόλη να κάνει το ίδιο, και είπε:

- Λέγε τώρα. Ποιοι ήταν οι άλλοι;

- Δεν τους ξέρω!

- Δεν είπαν ονόματα;

- Όχι!

- Τον Πέτκωφ τον ήξερες;

- Όχι! Τον αναγνώρισα από τη φορεσιά του, την περιγραφή του που μου έκανε ο Γιωβάν ο παραγιός μου, από το ξυρισμένο και περιποιημένο μούτρο του, και από ένα χρυσό δαχτυλίδι που φορεί στο μεσαίο δάχτυλο. Έπειτα, οι άλλοι τρεις τον έλεγαν βοεβόδα.

- Από τους άλλους τρεις ήταν κανένας κοκκινότριχος;

- Ναι! Ένας είχε κόκκινα γένεια. Τα μαλλιά του δεν τα είδα. Φορούσε μαντίλι στο κεφάλι. Μα το ένα του μάτι ήταν πιο μικρό από το άλλο, σα μισοκλεισμένο.

- Αυτός ήταν ο Ζλατάν! Τι έλεγαν;

- Αδύνατο να καταλάβω. Κάποιον κυνηγούν. Το ξέρουν πού είναι, μα δεν είπαν. Ήταν το τέλος της κουβέντας. Τους είπε ο Αποστόλ Πέτκωφ: «...Θα τον πιάσομε, ζωντανό ή πεθαμένο, μα θα τον πιάσομε». Καλύτερα όμως, λέγει, να τον πιάσουν ζωντανό. Και είπε πως θα πάρει ένα από τα τρία μουλάρια, γιατί το άλογο του το είχε μισοσκάσει κιόλα, και είχε να πάγει ως την Πλάσνα5.

- Ώστε αυτός είναι που ήλθε από μακριά και βιαστικά. Δεν έχομε μεις μουλάρι ή άλογο να τον κυνηγήσομε. Μα πάμε στο Βάλτο. Μας περιμένουν.

Σηκώθηκαν και οι δυο και πήραν πάλι το δρόμο τους. Πηγαίνοντας, είπε, κόβοντας τη σιωπή, ο Βασίλης:

- Είδες αυτή την καλύβα; Λίγο παραπέρα στέκουνταν το χωριό μου. Ούτε καν χωριό. Δέκα δεκαπέντε καλύβες. Δε μένει πια ίχνος. Και θα το συγχωρήσω, νομίζεις, ποτέ; Το είχε πει πιότερο στοχαστικά, με πόνο, παρά θυμωμένα. Και συγκινήθηκε ο Αποστόλης, και δεν αποκρίθηκε.

Ήταν δυο ή τρεις το πρωί, σαν έφθασαν στα καλάμια του Βάλτου. Ο Βασίλης έβγαλε μια φωνή σαν κακάρισμα νερόκοτας. Ούρλιασμα λύκου του αποκρίθηκε λίγο νότια. Ανακούρκουδα μες στους βάτους περίμεναν, Βασίλης και Αποστόλης, και κάπου κάπου ο Βασίλης επαναλάμβανε το κακάρισμα της νερόκοτας. Παρακάτω, το σκαμμένο χώμα σχημάτιζε μια στενόμακρη λακκούβα, πλημμυρισμένη από το νερό της Λίμνης. Ένα σιγανό ούρλιασμα λύκου ξανακούστηκε κοντά. Ο Βασίλης αποκρίθηκε σιγά με της νερόκοτας το κακάρισμα, και μια πλώρη πλάβας ξεπρόβαλε από τα καλάμια και μπήκε στη λακκούβα. Ένας άντρας μόνο βαστούσε το κουπί. Σιωπηλά μπήκε μέσα ο Βασίλης, τον ακολούθησε ο Αποστόλης, και η πλάβα έκανε πίσω, χώθηκε στα καλάμια και βγήκε σ' ένα μονοπάτι.

Εκεί περίμενε δεύτερη πλάβα, με δυο αρματωμένους άντρες. Στο βάθος ήταν ξαπλωμένος τρίτος, με τα χέρια πισθάγκωνα δεμένα και το στόμα στουμπωμένο μ' ένα πανί. Κανείς δε μίλησε. Και ο Βασίλης και ο Αποστόλης είχαν δει το δεμένο στο βάθος της βάρκας, μα ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δε ρώτησαν τίποτα. Και σιωπηλά τράβηξαν οι δυο πλάβες στο σκοτεινό μονοπάτι. Ο Αποστόλης είχε αναγνωρίσει τον κρυφό δρόμο του καπετάν Παναγιώτη, που άρχιζε κοντά στη Γιάντσιστα κι έβγαινε στις Κάτω Καλύβες. Τωόντι, δεν άργησαν να φθάσουν στην Αγια - Μαρίνα. Βγήκε στο πάτωμα ο Βασίλης, τον ακολούθησε ο Αποστόλης, και στάθηκαν μια στιγμή περιμένοντας τους άλλους. Μα μόνο η μια πλάβα με τον ένα πλαβαδόρο βρίσκουνταν κοντά. Η άλλη είχε μείνει μες στα καλάμια, όπου ακούουνταν ένας αόριστος ήχος πάλης, ένα γαργάρισμα ανατριχιαστικό, και ύστερα τίποτα.

Ο Βασίλης έτριψε μια δυο φορές το μέτωπο του με την παλάμη του. Και πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Σιγά είπε του Αποστόλη:

- Έμπα καλύτερα στην καλύβα.

Μα ο Αποστόλης δεν κούνησε. Μια άσχημη περιέργεια τον κρατούσε στο πάτωμα έξω. Και ο Βασίλης δεν επέμεινε. Έμοιαζε να τον ξέχασε. Σε λίγο αργοβγήκε από τα καλάμια και η δεύτερη πλάβα, πλεύρισε στο πάτωμα, κι ένας από τους δυο αρματωλούς ανέβηκε στο πάτωμα κρατώντας ένα μεγάλο σάκο στον ώμο. Τα περίεργα μάτια του Αποστόλη, στα σκοτεινά είχαν ψάξει στην πλάβα. Μόνος ο δεύτερος πλαβαδόρος ήταν μέσα. Ο δεμένος αιχμάλωτος έλειπε.

- Ποιος ήταν; ρώτησε ο Βασίλης τον άλλο, με το σάκο.

- Ο Τάνο Σλούπιας, αποκρίθηκε μια βαθιά φωνή.

Ο Αποστόλης ανατρίχιασε. Ήταν η φωνή του καπετάν Ακρίτα, που δεν τον γνώριζε και όμως που τον είχε ξανακούσει... - πού; πότε; - και που είχε αγκαλιαστεί με τον Βασίλη απάνω στο βουνό, στο κλέφτικο λημέρι. Και ξαναείπε η ίδια βαθιά φωνή:

- Σε απάλλαξα από μια βρώμικη δουλειά!

Και ακούμπησε το σάκο στο πάτωμα.

- Ήταν ο πιο ακίνδυνος, είπε ο Βασίλης.

- Σήμερα ήταν ο πιο επικίνδυνος, αποκρίθηκε ο άλλος. Μας είχε ακολουθήσει και ακούσει. Τους κατασκόπους... - έκοψε τον αέρα με μια γοργή οριζόντια κίνηση του χεριού.

- Γιατί όχι με περίστροφο; ρώτησε ο Βασίλης.

- Κάνει κρότο το περίστροφο, αποκρίθηκε ο άλλος. Τέτοια ώρα θα αναστατώναμε τους Τούρκους. Το μαχαίρι είναι πιο σιωπηλό.

Ο Αποστόλης νόμιζε πως ήταν ατσαλένιος, θωρακισμένος, έτοιμος ν' ακούσει και να δει κάθε αγριότητα. Μα ο σάκος, σωριασμένος χάμω, του έφερε τέτοια αηδία, που ξαπλώθηκε στο πάτωμα, στη σκιά της καλύβας, να συνεφέρει. Οι άλλοι τον ξέχασαν. Με το μεγάλο του βηματισμό σίμωσε ο Ακρίτας την άκρη του πατώματος, όπου οι δυο πλαβαδόροι έδεναν τις πλάβες τους, και είπε:

- Πρέπει να ξαναφύγεις, Μανόλη, να πας να τον θάψεις.

Ήταν ψηλός, μεγαλόσωμος, δυνατός άντρας ο πλαβαδόρος της δεύτερης πλάβας. Δρασκέλισε το πάτωμα και είπε ήσυχα:

- Δεν πάγω. Τη δουλειά μου την έκανα. Ας πάει άλλος.

- Δεν τον φέρνατε ζωντανό εδώ; Και να μην κάνατε έγκλημα; είπε ο Βασίλης.

- Έγκλημα τώρα λες, βρε Βασίλη; έκανε ο Μανόλης. Εδώ είναι αγώνας αμείλικτος. Και ποιος θα τον φύλαγε αύριο που θα 'μαστε στη μάχη; Σα να 'ταν και κοριτσάκι;

- Ποια μάχη;

- Αμ αποφάσισε επί τέλους ο καπετάν Κάλας να τους χτυπήσει, να πάρει το καινούργιο πάτωμα που κρυφοχτίζουν βορειοδυτικά της Τούμπας...

- Μα καλά, σμίξατε σεις τον καπετάν Κάλα;

- Όχι, είπε ο Μανόλης. Εγώ είμαι που είμαι με τον καπετάν Γκόνο, στη Λίμνη. Μα μιας και βρεθήκαμε δω με τον Γρέγο, θα πολεμήσομε και αυτός κι εγώ όπου γίνει μάχη.

- Και ύστερα θα πας πάλι στου Ματαπά, Γρέγο; ρώτησε ο Βασίλης γυρνώντας στον καπετάν Ακρίτα.

Το λαγωνικό ξύπνησε μέσα στον Αποστόλη, νίκησε την κακοδιαθεσία του. Τον καπετάν Ακρίτα τον έλεγαν Κώστα. Τούτος λέγουνταν Γρέγος. Καλά το μυρίστηκε λοιπόν πως δεν ήταν αυτός ο καπετάν Ακρίτας! Μα πού τον είχε ξαναδεί; Πού; Πού;... Και απαντούσε η βαθιά φωνή:

- Εξαρτάται από σένα και από το γιο του αφεντικού σου.

Ο Αποστόλης όρτσωσε τ' αυτιά του στα σκοτεινά. Ένα παραθυράκι άνοιγε στο μυστήριο του ψευτο - Ακρίτα. Γνώριζε τον Μήτσο Βασιωτάκη; Και τον Περικλή άραγε; Γύρισε ο καπετάν Ακρίτας κατά την πλάβα, όπου όρθιος περίμενε ακόμα διαταγές ο δεύτερος πλαβαδόρος.

- Πας εσύ να τον θάψεις, μπρε Μήτρη, ρώτησε.

- Πάω. Μα μόνος δε θα προφθάσω.

- Πέρνα από την καλύβα του Βαγγέλη, πάρε δυο από τα χωριατόπουλα που ξέρουν και τα κατατόπια της ακρολιμνιάς. Και ρώτα εκεί, μιας και πας, πώς είναι ο Πετρής ο κακομοίρης.

Μαζί με τον Μανόλη σήκωσε ο Γρέγος το σάκο και τον χαμήλωσαν ως μέσα στην πλάβα. Ο Βασίλης τους κοίταζε χωρίς να βοηθήσει.

- Πού τον πιάσατε τον Τάσο Σλούπια; ρώτησε.

- Μες στα καλάμια, πηγαίνοντας να σε πάρομε, αποκρίθηκε ο Μανόλης. Τον κυνηγούσαμε όλη μέρα. Τον είχα ξαναπιάσει σε μια συμπλοκή, το πρωί, σε αναγνώριση. Τον νόμιζα πληγωμένο, και από πονοψυχιά τον μαζέψαμε από το νερό. Για να μ' ευχαριστήσει, μαχαίρωσε τον Πετρή, ένα από τα καλύτερα παιδιά μας, που κάθουνταν κοντά του, και πήδηξε μες στα καλάμια. Ήταν ρηχά, μας ξέφυγε. Τον ξαναπιάσαμε στην ακρολιμνιά. Τυχερό μας που βρέθηκε να σε περιμένει εκεί ο Γρέγος. Τον είδε και τον έπιασε την ώρα που το 'σκαζε αυτός για τη Γιάντσιστα, το βουλγαροχώρι. Αύριο θα είχε γεμίσει ο Βάλτος κομιτατζήδες. Είδαμε και πάθαμε να τον βάλομε κάτω και να τον δέσομε.

- Μια πιστολιά εκεί και τελειώνατε, είπε ο Βασίλης.

- Θα 'φερνε ο πυροβολισμός και Τούρκους και Βουλγάρους από τη Γιάντσιστα. Και δε σύμφερε, δεν ξέραμε τι ώρα θα έφθανες εσύ...

Έβγαλε ο Μανόλης ένα τσιγάρο και το άναψε. Στη φλόγα του σπίρτου, ο Αποστόλης είδε έναν ομορφάνθρωπο με μειλίχια καστανά μάτια και αγαθή συμπονετική όψη. Είπε ήσυχα:

- Εδώ ο καθένας παλεύει για το τομάρι του. Κι εγώ έχω να εκδικήσω ολόκληρη Στενήμαχο...

Πάλι το ένστικτο του λαγωνικού αναστατώθηκε στα σωθικά του Αποστόλη. Ώστε αυτός ο όμορφος αγαθός νέος ήταν ο Μανόλης ο Στενημαχίτης, που σκότωσε τον Σταυράκη από τα Τρία Χάνια στη μέση της Θεσσαλονίκης, σε μια κηδεία όπου ήταν εκατοντάδες κόσμος!... Τον κοίταζε ο Αποστόλης στο σκοτάδι, που φωτίζουνταν μόνο από το αμυδρό φως των άστρων, και μάζευε εντυπώσεις. «Ώστε μπορείς να έχεις άκακο γλυκό πρόσωπο, ωραία μειλίχια μάτια, ακόμα και σιγανή χαϊδευτική φωνή, και να μαχαιρώνεις, να κόβεις κεφάλια έτσι ψύχραιμα, και να στέλνεις ακέφαλα σώματα να τα θάψουν μυστικά σε κάποια ερημιά της ακρολιμνιάς»;

Θυμούνταν κάτι λόγια του καπετάν Νικηφόρου, σαν πρωτόφθασε στο Τσέκρι: «Ο καπετάν Ζέζας δε σκότωσε κανένα, και αυτός είναι το παράδειγμα μας...». Και την απάντηση του καπετάν Παντελή: «Με το χέρι του δε σκότωσε κανένα. Δε ρωτάς όμως και για τα παιδιά του»; Και ο Άγρας είχε χαρίσει τη ζωή του Τόμαν Παζαρέντζε. Και τον σκότωσε τούτος ο σύντροφος του Μανόλη του Στενημαχίτη, ο μεγαλόσωμος Γρέγος, ο ψευτο - Ακρίτας, με τη συγκατάθεση και τη συνεργασία του Στενημαχίτη. Και του γερο - Παζαρέντζε είχε χαρίσει τη ζωή και την ελευθερία ο Άγρας και τον σκότωσε ο Βασίλης. Και δεν τον τιμώρησε ο Άγρας. Απεναντίας, συμπόνεσε τον Βασίλη που εκδίκησε τα σκοτωμένα γυναικόπαιδα του χωριού του... Αγώνας, λέει, είναι αυτός. Λοιπόν τα σκεπάζει, τα εξαγνίζει όλα ο Αγώνας για την πατρίδα σου - ο πόλεμος, η πάλη για την ελευθέρια;... Μπήκαν στην καλύβα σιωπηλά οι τρεις φίλοι, κι έκλεισαν την πόρτα με το μουσαμαδένιο σκέπασμα. Τον Αποστόλη δεν τον παρατήρησαν, μαζεμένο στη σκιά, και δε σηκώθηκε κείνος, δεν μπήκε στην καλύβα. Τυλιγμένος στην κάπα του ξαπλώθηκε στο καλαμένιο πάτωμα, και συλλογίστηκε και δούλεψε τις εντυπώσεις του, ώσπου τον πήρε ο ύπνος. Φασαρία στην καλύβα τον ξύπνησε το πρωί. Πλάβες μαζεύουνταν γύρω στο πάτωμα, άντρες οπλίζουνταν, γέμιζαν τις φυσιγγιοθήκες τους, έτριβαν τα όπλα τους, κατέβαζαν πολεμοφόδια στις πλάβες, ετοιμάζουνταν για εκστρατεία.

Πάντα πρόθυμος για δουλειά, βοηθούσε και ο Αποστόλης στο κουβάλημα. Ένας από τους άντρες του έφερε μια γαβάθα καφέ μαύρο και ψωμί με άσπρο τυρί.

- Φάγε, του είπε, πάμε σε μάχη και θ' αργήσεις ίσως να ξαναφάς. Θα μας οδηγήσεις εσύ.

- Ποιος το 'πε;

- Ο καπετάν Νίκος έχει το δικό του οδηγό, αποκρίθηκε ο αντάρτης, δείχνοντας με μια κίνηση του πηγουνιού έναν άλλο αρματωλό, υπαρχηγό άλλοτε του καπετάν Άγρα, και που φύλαγε τώρα την Αγια - Μαρίνα. Μ' αυτός, πρόσθεσε με άλλο νόημα του κεφαλιού κατά τον ψευτο - Ακρίτα, είπε να σε πάρομε και σένα.

- Ποιος είναι αυτός; ρώτησε κάνοντας τον ανήξερο ο Αποστόλης.

- Ποιος ξέρει! Τον λεν καπετάν Ακρίτα. Μα είναι ψευτο - Ακρίτας. Ο αληθινός είναι στην Ελλάδα τώρα. Και είναι μικρόσωμος. Τούτος είναι γίγας.

- Τον γνώρισες τον αληθινό καπετάν Ακρίτα;

- Ναι! Εκείνος φρόντισε και μας όπλισε και μας ετοίμασε, σα φύγαμε από την Ελλάδα.

- Πότε ήλθες εσύ;

- Τώρα τελευταία, με τα καινούρια παιδιά. Έκανε να φύγει. Μα τον σταμάτησε ο Αποστόλης.

- Είπες πως ο καπετάν Ακρίτας... ο ψευτο - Ακρίτας είπε να με πάρουν οδηγό;

- Ναι! Είπε πως ξέρεις καλά τα μονοπάτια.

- Πού το ξέρει; Πώς με ξέρει;

- Αμ δεν τον ρωτάς; Πού ξέρω εγώ; Πρώτη φορά τον βλέπω. Συλλογισμένος έτρωγε ο Αποστόλης το ψωμοτύρι του, καθαρίζοντας ένα βραχύκανο μάνλιχερ που του είχαν δώσει. Καθάρισε το τουφέκι, κουβάλησε φυσίγγια και χειροβομβίδες, κατέβηκε στις πλάβες, ανέβηκε στο πάτωμα, μα τα μάτια του παντού ακολουθούσαν τον ψευτο - Ακρίτα, τον Γρέγο, που αν και νεοφερμένος στο πάτωμα, οδηγούσε τα πάντα και όλοι υπάκουαν, και αυτός ακόμα ο καπετάν Νίκος που είχε τη φύλαξη της Αγια - Μαρίνας.

Τον κοίταζε που μετέφερε στις πλάτες του τα πιο βαριά φορτία. Τον είδε να δρασκελίζει σα φτερό το πάτωμα, από μέσα από μια πλάβα που ήταν θαύμα πώς δε βούλιαξε με το βηματισμό του τον απότομο. Τον παρατήρησε, με τι λεπτές κινήσεις έστριβε και άναβε ένα τσιγάρο, και θαύμασε πώς τα μεγάλα ισχυρά του χέρια δε θρυμμάτιζαν το τσιγαράκι, που χάνουνταν σαν ψίχουλο μέσα στα δυνατά του δάχτυλα. Και χώνουνταν σε στοχασμούς. Πού διάβολο τις είχε δει αυτές τις δυνατές, κατακτητικές και συνάμα λεπτές κινήσεις;

Και σαν τον πλησίασε ο ψευτο - Ακρίτας και τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Ετοιμάσου, Αποστόλη· θα μας οδηγήσεις...» θυμήθηκε πάλι και τη φωνή και τα μάτια που βγάζανε σπίθες, μόνο που τώρα τα μαλάκωνε σαν ένα χαμόγελο κοροϊδευτικό. Και μπήκαν όλοι στις πλάβες, και τράβηξαν βορειοανατολικά, με τον ψευτο - Ακρίτα μπροστά και τον Αποστόλη οδηγό. Μα λίγες στροφές έκαναν μες τα ζικζάκια των μονοπατιών, όταν τουφεκίδι πυκνό ξέσπασε μακριά, μπροστά τους. Ο Γρέγος ορθώθηκε, τείνοντας το αυτί του.

- Η Κούγκα; ρώτησε τον Αποστόλη που βαστούσε το πλατσί.

- Όχι. Ανατολικά τουφεκούν, προς τα μέρη της μεγάλης Τούμπας.

- Γρηγόρευε, πρόσταξε ο Γρέγος. Λίγοι - πολλοί, πρέπει να τους πάμε βοήθεια.

Το τουφεκίδι ξεκούφαινε. Η Λίμνη όλη δονούνταν. Μπαταρίες έπεφταν, η μια πάνω στην άλλη. Και ξαφνικά λιγόστεψαν, έσβησαν, σιωπή απλώθηκε στα νερά, τόσο, που σ' ένα βάτο όπου μπουμπούκιαζαν τα κλαριά ακούστηκε ένα τερέτισμα αγριοπουλιού, που μ' όλο το τουφεκίδι έχτιζε τη φωλιά του.

- Την πήραν την καλύβα οι δικοί μας! Ζήτω! φώναξε ένας αντάρτης από τις κατοπινές πλάβες.

Βιαστικά τώρα κωπηλατούσαν οι πλαβαδόροι, ανεβαίνοντας τις μάνες και τις ποταμοκλαδώσεις κατά την Κούγκα, να κόψουν την υποχώρηση των Βουλγάρων. Όλοι μαζί τραγουδούσαν θριαμβευτικό θούριο. Μα μετά το πρώτο δίστιχο, μια φωνή συρτή από μέσα από τις φυτείες τους έκοψε τη φόρα.

- Πίσω-ω-ω!...

Τα πλατσιά βγήκαν από το νερό, ο καθένας στερέωσε το τουφέκι στον ώμο και το δάχτυλο στη σκανδάλη, έτοιμοι όλοι για μάχη· Μια πλάβα ξεπρόβαλε από ένα μονοπάτι, και δεύτερη πίσω της, και τρίτη, και τετάρτη, και άλλες ακολούθησαν, ολόκληρη σειρά. Στην μπροστινή πλάβα κάθουνταν ο καπετάν Κάλας με δυο πλαβαδόρους στα κουπιά. Σήκωσε το χέρι και φώναξε:

- Πίσω! Μην προχωρήσει κανένας!

- Η Κούγκα; φώναξε ο καπετάν Νίκος. Τι γίνεται η Κούγκα;

- Κανένας δε χτυπά την Κούγκα! Δεν έχει φόβο η Κούγκα! Δεν παίρνονται έτσι οι καλύβες! είπε κατσουφιασμένος ο καπετάν Κάλας.

- Δε χτυπηθήκατε στην Κούγκα; ρώτησε ο Μανόλης ο Στενημαχίτης. Πού έγινε λοιπόν το τουφεκίδι;

- Στην καινούρια καλύβα... πέρα από την Τούμπα...

- Και την πήρατε; φώναξαν δέκα φωνές μαζί.

- Δεν παίρνονται έτσι οι καλύβες, επανέλαβε συννεφιασμένα ο Κάλας· έχουν οχυρώσει το πάτωμα πριν τελειώσει η καλύβα. Δεν είναι φασούλια οι καλύβες! Αυτά είναι λόγια!

- Δεν είχατε χεροβομβίδες; Ή μήπως δεν έσκασαν πάλι; έκανε αγανακτισμένος ο καπετάν Νίκος.

- Είχαμε. Μα... ήμασταν μακριά... δεν έφθαναν στο πάτωμα οι χεροβομβίδες... Έπεσαν στο νερό...

Χαμηλόφωνα, κοροϊδευτικά, μουρμούρισε ο Αποστόλης:

- Θα έφθαναν, αν ήταν ο καπετάν Άγρας...

Τρομαγμένος ρίχθηκε πίσω. Το απειλητικό χέρι του καπετάν Ακρίτα σείουνταν πλάγι στο αυτί του.

- Τολμάς να πεις το λόγο σου, νήπιο; Τολμάς, γι' ανώτερο σου; ψιθύρισε μες στα δόντια του ο αντάρτης.

Τα μάτια του έριχναν αστραπές. Θυμήθηκε πάλι ο Αποστόλης πως κάπου τα είχε ξαναδεί. Μα πού; Πού; Έμπηξε το πλατσί του στο νερό κι έκανε πως οδηγεί την πλάβα. Μην ήταν αλήθεια ο Ακρίτας; Πάντως θα 'ταν αξιωματικός... Οι υπαρχηγοί ζητούσαν πληροφορίες και οδηγίες. Όχι, έτσι δεν παίρνουνταν καλύβες, τους ξαναείπε ο καπετάν Κάλας. Θα χάνουνταν τόσος κόσμος. Δυο του παιδιά είχαν πληγωθεί κιόλα. Τα πήγαινε πίσω στην Τούμπα. Οι επιθέσεις δεν ήταν καλό σχολειό. Άμυνα μόνο χρειάζουνταν. Την Κούγκα την είχαν δυναμώσει. Το ίδιο και τη μεγάλη Τούμπα. Θα χτίζανε και άλλη καλύβα, μεταξύ της Κούγκας και της βουλγάρικης καινούριας καλύβας, και θα εξασφάλιζαν τις συγκοινωνίες. Τα περιπλέον ήταν περιττά, ριψοκίνδυνα, είχαν μεγάλες απώλειες, ζημιές, και, και, και...

Αργά τραβούσαν οι πλάβες κατά την Τούμπα.. Σε μια από τις τελευταίες, δυο άντρες, ο ένας με δεμένο το κεφάλι, ο άλλος με κρεμασμένο το χέρι, κάθουνταν σκυθρωποί. Εμπρός πήγαινε ο καπετάν Κάλας, άθυμος, κι έδινε ακόμα κι οδηγίες στους άντρες της Αγια - Μαρίνας, που ακολουθούσαν μηχανικά. Σαν έφθασαν όμως σ' ένα σταυροδρόμι από μονοπάτια, ρώτησε ο καπετάν Ακρίτας, αποτείνοντας το λόγο για πρώτη φορά στον καπετάν Κάλα:

- Μας χρειάζεσαι, Αρχηγέ; Έχεις ανάγκη από ενίσχυση; Αν δεν είναι για μάχη, έχομε μεις άλλη δουλειά!

Όχι, τους είπε ο καπετάν Κάλας, δεν ήταν για μάχη και δεν είχε ανάγκη από ενίσχυση. Στις Τούμπες είχαν δυνάμεις αρκετές. Κάποια αταξία μπήκε τότε στη γραμμή, πλάβες γύρισαν πίσω κατά την Αγια - Μαρίνα με τον καπετάν Νίκο, άλλες ακολούθησαν το δρόμο της Τούμπας, και στα ρηχά, πατώντας σε πυκνές λαπατιές, ο Μανόλης ο Στενημαχίτης άφησε την πλάβα του και μπήκε στην πλάβα του Γρέγου.

- Πήγαινε συ, πίσω στην άλλη πλάβα, του είπε' σε θέλει ο Βασίλης.

Μόνος με τον Αποστόλη, ρώτησε ο Στενημαχίτης:

- Ξέρεις να πας στο Τσέκρι;

- Ξέρω.

- Τράβα λοιπόν. Εκεί πάμε και οι τρεις.

Ο Αποστόλης αισθάνονταν κάπως πιο ελεύθερος με τον Μανόλη. Χωρίς πολλή στενοχώρια, βλέποντας τη δεύτερη πλάβα αρκετά μακριά, με αδέξιο πλαβαδόρο το Γρέγο, που έμπηγε το πλατσί του στο βυθό μα δεν ήξερε το χειρισμό της πλάβας, ρώτησε:

- Πώς τον λεν το σύντροφο σου, καπετάν Μανόλη;

Ο άλλος αμέσως κλείστηκε.

- Καπετάν - Ακρίτα, είπε σύντομα.

- Ο καπετάν Ακρίτας είναι στην Ελλάδα· αυτός όπλισε κι έστειλε την τελευταία αποστολή... άρχισε να διαμαρτύρεται ο Αποστόλης.

Μα ο άλλος τον διέκοψε.

- Σε πληροφόρησαν στραβά, είπε κοφτά. Τούτος είναι ο καπετάν Ακρίτας.

Ο Αποστόλης δεν αποκρίθηκε. Μέσα του όμως έκανε το συλλογισμό πως ο καπετάν Ακρίτας, ο Διοικητής της περιφερείας της Νιάουσας, δεν μπορούσε να βρίσκεται μόνος στο Βάλτο, χωρίς το σώμα του. Σιωπηλά τράβηξε μερικές κουπιές. Μα το μειλίχιο βλέμμα του Στενημαχίτη του ξανάδινε θάρρος και όρεξη για κουβέντα. Τον ρώτησε:

- Εσύ σκότωσες τον Σταυράκη, καπετάν Μανόλη;

- Εγώ βέβαια!

- Πώς δε φοβήθηκες;

- Τι να φοβηθώ;

- Να σ' έπιανε η αστυνομία!

- Και ύστερα;

- Θα σε κρεμούσαν!

- Ε, και ύστερα; επανέλαβε ο Μανόλης.

Ο Αποστόλης είχε δει και ακούσει πολλούς παλικαρισμούς. Η αγαθή και ήρεμη απάθεια τουτουνού τον κατέπληξε. Έμεινε λίγο αποσβολωμένος. Ήσυχα του είπε ο Μανόλης:

- Ο Σταυράκης ήταν εθνικός κίνδυνος. Έπρεπε να λείψει. Τι θα κόστιζε η εξουδετέρωση του δεν είχε σημασία.

- Και αν σε σκότωναν εκεί, μες στο πλήθος; Ο Στενημαχίτης σήκωσε τους ώμους του.

- Ας με σκότωναν - τι σημαίνει; είπε ήσυχα. Η διαταγή ήταν να εξουδετερώσομε τον Σταυράκη. Το σκοπό να κοιτάζεις.

Κάπνιζε ήσυχα και ξένοιαστα, πετώντας τον καπνό του προς τα κλειστά ακόμα φυλλαράκια, που μπουμπούκιαζαν τρυφερά στα νεαρά βλαστάρια, στα κλαράκια, και στην άκρη των καλαμιών, και κοίταζε ίσια μπροστά του, συλλογισμένος, τα καστανά του μάτια γεμάτα καλοσύνη και αγαθότητα.

- Τη διαταγή ποιος την έδωσε; ρώτησε ο Αποστόλης.

- Δεν είναι δουλειά σου.

- Είναι! Γιατί κι εγώ για το Δεσπότη δουλεύω. Ο Μανόλης γύρισε τα γελαστά του μάτια στο αγόρι που κωπηλατούσε.

- Τι ρωτάς λοιπόν; έκανε καλόκαρδα· και πρόσθεσε: Όλοι για τον ίδιο σκοπό δουλεύομε. Περιττό όμως να ξέρει ο καθένας μας τι κάνει ο άλλος.

«Πολύ σωστά», σκέφθηκε ο Αποστόλης. Αυτή την αρχή τη γνώριζε. Σ' αυτή την αρχή στηρίζουνταν όλη η οργάνωση του Αγώνα: να μην ξέρει το αριστερό χέρι τι κάνει το δεξί. Μα έλα που τον έτρωγε η περιέργεια!... Έριξε μια ματιά στους δυο άντρες που ακολουθούσαν με την πλάβα τους, στον ασπρομάλλη Βασίλη, που ήλθε να βρει το χαμένο του παιδί, και στον άλλο. Είχε βγάλει το καλπάκι του ο άλλος, και το πλατύ του μέτωπο φαίνουνταν ολόκληρο, με τα καστανόμαυρα πυκνά μαλλιά του και δυο βαθιά χαράκια κάθετα, ολόρθα ανάμεσα στα ζωγραφιστά του φρύδια. Ποιος ήταν άραγε;...

Στο Τσέκρι σαν έφθασαν, δε βρήκαν τον Νικηφόρο. Είχε πάγει με τον Μήτσο Βασιωτάκη στη Νίκη, μια μεγάλη καινούρια καλύβα, που είχε χτίσει νότια από την Κρυφή, στην άκρη σχεδόν της Λίμνης, για να γυμνάζει τους νέους των ελληνικών χωριών και να τους μαθαίνει να τραβούν τουφέκι. Δε βρήκαν εκεί τον Νικηφόρο. Μα βρήκαν μια κοπέλα καλοντυμένη, μ' έκφραση αποφασιστική και πολύ άσπρα χέρια, που ήξερε τα ονόματα όλων των αντρών και τους μιλούσε σα να 'ταν σταυραδέλφια της.

Ήταν η κυρία Ηλέκτρα. Και μαζί της είχε τον Γιωβάν, που ντροπαλά πήγε και τρύπωσε πλάγι στον Αποστόλη και έχωσε δειλά το χέρι του μες στο χέρι του μεγαλύτερου του. Μα ο Αποστόλης κοίταζε το συνομήλικο του, τον Περικλή Βασιωτάκη, που, ντυμένος σαν τους άλλους άντρες, χώριζε απ' όλους, και γύρευε να βρει το γιατί. Η φορεσιά του είχε χάσει τη φρεσκάδα της, είχε τριφτεί, και μάλιστα το πανταλόνι του, πάνω απ' το γόνατο είχε φάγει ένα τρίγωνο ξέσχισμα και ήταν ραμμένο με χοντρή κλωστή. Και όμως φαίνουνταν σα να 'βγαινε από το κουτί, καθαρός, καλοχτενισμένος, κομψός, και κάθε δίπλα του ρούχου του ήταν σα φρεσκοσιδερωμένη. Βαστούσε όμορφα το κεφάλι του;... Μήπως ήταν αυτό; σκέφθηκε ο Αποστόλης. Όλοι οι άντρες φαίνουνταν να τον έχουν φίλο. Του μιλούσαν σαν ίσο τους, σα να είχαν ξεχάσει τη διαφορά της ηλικίας του, πως δεν ήταν παρά ένας άγουρος και αυτός, σαν τον ίδιο τον Αποστόλη... Μόλις ανέβηκε ο Βασίλης στο πάτωμα, ένα άσπρο σκυλάκι με μαύρους λεκέδες στο κεφάλι πετάχθηκε από την καλύβα και άρχισε να πηδά γύρω του, ως απάνω στο στήθος του. Τους άλλους δυο, τον καπετάν Ακρίτα και τον Μανόλη, τους μύρισε μόνο μια δυο φορές, και πάλι γύρισε στον Βασίλη. Το μάζεψε ο Βασίλης στην αγκαλιά του και οι συστάσεις έγιναν.

Η κυρία Ηλέκτρα είχε έλθει από το Ζορμπά για να δει τον καπετάν Νικηφόρο και να τον παρακαλέσει να κρατήσει τον Γιωβάν στην καλύβα.

- Γιατί; ρώτησε ο Αποστόλης.

Μα η κυρία Ηλέκτρα δε θέλησε να πει.

- Έτσι! αποκρίθηκε, με τρόπο που σταμάτησε κάθε άλλο ρώτημα.

Οι τρεις νεοφερμένοι άντρες κοίταξαν το παιδί. Τι θα το 'κανε ο Νικηφόρος αυτό το νήπιο; «Το νήπιο» δεν τολμούσε ν' ανοίξει το στόμα του. Ντροπαλό, σα να 'φταιγε για κάτι κακό, βαστούσε κάτω τα μάτια του, γύρευε να γίνει όσο μπορούσε πιο μικρός και ασήμαντος, χωμένος στις δίπλες της κάπας του Αποστόλη. Και μόνο σα μιλούσε ο Βασίλης, τολμούσε να σηκώσει με απορία τα μάτια του στ' άσπρα του μαλλιά, σα να ήταν το πιο περίεργο πράμα στην καλύβα. Μα και ο Βασίλης κοίταζε τον Γιωβάν. Ρώτησε τον Αποστόλη:

- Αυτός είναι ο παραγιός σου, το Βουλγαράκι;

Ο Γιωβάν άκουσε και κοκκίνισε. Τον είδε ο Αποστόλης και τον συμπόνεσε.

- Μην τον λες έτσι· λυπάται... είπε χαμηλόφωνα.

Μα τον διέκοψε ο Βασίλης:

- Και τον μάζεψες στου Άγγελ Πέιο το σόι;

Τα μάτια του Βασίλη έβγαζαν σπίθες. Γύρισε τις πλάτες του στον Αποστόλη και πήγε παρακάτω. Ο Γιωβάν το είχε ακούσει. Δε μίλησε. Γύρισε και αυτός από την άλλη μεριά κι έκανε πως κοιτάζει τις πλάβες που πήγαιναν κι έρχουνταν από τον πλαγινό φούρνο. Αρχηγό είχε αφήσει ο Νικηφόρος στην καλύβα τον Κρητικό, τον Μανόλη τον Κατσαρό.

- Ακουσε δω, κυρία Ηλέκτρα, είπε της δασκάλισσας. Για να μείνει εδώ αυτός ο μικρός δεν μπορεί! Εμείς θα βγούμε στα χωριά. Και όποιος επιζήσει! Γιατί δεν τον στέλνεις στη Θεσσαλονίκη, και από κει να τον στείλουν στην Ελλάδα, σ' ένα από τα ορφανοτροφεία ή τα διδασκαλεία που άνοιξαν για να εξελληνίσουν τα Βουλγαρόπαιδα που τους στέλνομε κάθε λίγο;

Η κυρία Ηλέκτρα άπλωσε το άσπρο χέρι της και χάιδεψε το κεφάλι του παιδιού.

- Έτσι! είπε πάλι, τρυφερά. Τον θέλω εδώ κοντά.

- Πρέπει λοιπόν ο Αρχηγός ν' αποφασίσει, είπε ο Κατσαρός. Θέλεις να πας στη Νίκη, να τον δεις; Σε πάγει ο Πάνος, που είναι καλός πλαβαδόρος και ξέρει το δρόμο. - Πάμε κι εμείς, είπε ο καπετάν Ακρίτας, δείχνοντας τον Στενημαχίτη και τον Βασίλη. Ήλθαμε γι' αυτόν.

Αποφασίστηκε αμέσως, και, αφήνοντας τον Γιωβάν με τον Αποστόλη, μπήκε η κυρία Ηλέκτρα σε μια πλάβα με τον Βασίλη και τον Πάνο στο κουπί, και, πίσω, σε μικρότερη πλάβα, ακολούθησε ο Στενημαχίτης με τον Γρέγο.