Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΓ
←ΙΒ'. Ο Διαβολόπαπας | Στα μυστικά του βάλτου Συγγραφέας: ΙΓ'. Το σχολείο του Ζορμπά |
ΙΔ'. Η μεγάλη καλύβα της Κούγκας→ |
Είχε όσο κοιμούνταν ο Αποστόλης. Όλα ήταν άσπρα, και ο ήλιος φεγγοβολούσε ίσια πάνω από το κεφάλι του. Ώστε είχε κοιμηθεί πολύ βαριά. Και ο παπάς πρόφθασε κι έφυγε χωρίς να τον πάρει μυρωδιά.
Ήταν λίγο ντροπιασμένος ο Αποστόλης, που τον άφησε να χαθεί χωρίς να μάθει ποιος κρύβουνταν κάτω από το ράσο του, και η πρώτη του σκέψη ήταν ν' ακολουθήσει τα ίχνη του στα χιόνια, να τον βρει, και ύστερα να πάγει στο Κλειδί, όπως τον πρόσταζε το χαρτί του παπά και όπως του το είχε πει ο κύριος Ζώης. Μα ίχνη δε βρήκε. Έκανε το γύρο της εκκλησίας απ' έξω. Κανένα πάτημα δε φαίνουνταν στα φρεσκοστρωμένα χιόνια. Πρέπει να κοιμήθηκε πολύ λίγο ο παπάς, ή και να μην κοιμήθηκε καθόλου. Και τα χιόνια, σαν έπεσαν, σκέπασαν τα ίχνη του περάσματος του. Πεινούσε ο Αποστόλης, μα χρήματα δεν είχε ν' αγοράσει ψωμί στο χωριό. Μόνο στο Κλειδί, στου μπάρμπα - Θανάση, θα 'βρισκε φαγί. Μα δεν τα 'χανε για τόσο λίγο ο Αποστόλης. Γοργά πήρε το χιονοσκέπαστο μονοπάτι και τράβηξε για το Κλειδί. «Το διαβολόπαπα!». Λοιπόν δεν ήταν παπάς καθόλου, αφού άφησε πίσω και γενειάδα και ράσα και καλυμμαύκι. Άραγε το ήξερε η κυρία Ασπασία; Θυμήθηκε το χαμόγελο του, που κουνούσε μονοκόμματα τη γενειάδα του. Χτύπησε με τη γροθιά του το κεφάλι του. «Κουτέ, θεόκουτε! Σα να μη φαίνουνταν πως δεν ήταν παπάς!» σκέφθηκε. Στου μπάρμπα - Θανάση, τον περίμεναν. Είχε φθάσει μήνυμα. Να φάγει, να ξεκουραστεί, λέει, και «αύριο», νύχτα, να είναι στην καλύβα του μπάρμπα - Λάμπρου, στα Γιουβάρια.
- Ποιος έφερε το μήνυμα; ρώτησε ο Αποστόλης.
Δεν ήξερε ο κυρ Θανάσης τ' όνομα του. Ήταν ένας άγνωστος χωρικός, ντυμένος Τούρκος, «μα μιλούσε ρωμαίικα σα Ρωμιός» και είχε αφήσει αυτό το χαρτί... Από έναν κόμπο, δεμένο στο μαντίλι του, έβγαλε ο κυρ Θανάσης ένα διπλωμένο χαρτί και το έδειξε του Αποστόλη. Ήταν φύλλο σχισμένο από σημειωματάριο, όμοιο με το χαρτί που είχε καρφώσει ο παπάς στην κάπα του Αποστόλη. Έβγαλε ο οδηγός το δικό του χαρτί και τα παρομοίασε. Ήταν, όμοιο, όμοιο και το μεγάλο ευανάγνωστο γράψιμο, και τα δυο χαρτιά ήταν γραμμένα με μολύβι. Κι έλεγε το δεύτερο χαρτί: «Διαταγή Κέντρου, να βρίσκεται αύριο βράδυ στου μπάρμπα - Λάμπρου ο οδηγός Αποστόλης». Και πάλι καμιά υπογραφή.
- Κι έτσι σε περιμέναμε, συμπλήρωσε ο κυρ Θανάσης.
Μα βλέποντας τον Αποστόλη, που συλλογισμένος δίπλωνε τα δυο χαρτιά για να τα βάλει στην τσέπη του, βιαστικά του τ' άρπαξε.
- Δεν κάνει, του είπε. Ο ταχυδρόμος... αυτός που μου έφερε το χαρτί, είπε να το κάψω!
Τα έσχισε και τα δυο και τα 'ριξε στ' αναμμένα κάρβουνα του τζακιού. Στην καλύβα του μπάρμπα - Λάμπρου, σαν έφθασε την άλλη μέρα ο Αποστόλης, βράδυ, σούρουπο, βρήκε φευγάτους τους ψαράδες.
- Φυσά βαρδάρης, του εξήγησε η κόρη του μπάρμπα - Λάμπρου· βγήκαν οι βάρκες τάχα για ψάρι, μα στ' αλήθεια για ν' ανταμώσουν κάποιο καΐκι που θα φέρει αντάρτες και θα πάρει τους καπεταναίους που φεύγουνε.
- Ποιους καπεταναίους; ρώτησε ο Αποστόλης. Μήπως δυο, από το Βάλτο;
- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε το κορίτσι. Πήγαν πλάβες να τους πάρουν από τον Κάτω Βάλτο. Εσύ, λέει, θα περιμένεις εδώ. Σου ετοιμάσαμε και φαγί.
Νύχτα, αργά, έφθασαν οι βάρκες. Έφερναν μερικά παιδιά, Κρητικόπουλα τα περισσότερα, ν' αναπληρώσουν τους άρρωστους του Βάλτου που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα. Στο πέλαγος τους είχαν ανταμώσει τα ψαράδικα που μετέφεραν και δυο άρρωστους καπεταναίους, τον καπετάν Παναγιώτη και τον καπετάν Ρουπακιά. Τους μάζεψε το καΐκι και τους πήγαινε στο Τσάγεζι. Ώστε τα είχαν καταφέρει και είχαν φύγει οι δυο. Θα ειδοποιούσε ο κυρ Θανάσης το Κέντρο.
- Και τώρα δρόμο για το Κλειδί, είπε ο Αποστόλης.
Και η ανθρώπινη αλυσίδα μπήκε στη σειρά και τράβηξε μες στα χιόνια, για το Κλειδί, και από κει, την άλλη νύχτα, για την Κρυφή, όπου ξημερώματα τους υποδέχθηκε ο καπετάν Κάλας.
Τέλειωσε η αποστολή του Αποστόλη. Τράβηξε πεζή για το Ζορμπά, όπου θα έβλεπε την κυρία Ηλέκτρα και θα μάθαινε αν του έστειλαν καμιά άλλη διαταγή. Η κυρία Ηλέκτρα ήταν το «αρχηγείο» του. Εκεί πήγαιναν όλες οι οδηγίες που δεν του δίνουνταν κατευθείαν. Λογάριασε να φθάσει μεσημέρι. Θα τον φίλευε η κυρία Ηλέκτρα. Σαν πάντα θα του έλεγε: «Κάθισε να μοιραστούμε το γιαχνί ή τη φασουλάδα». Μα σαν μπήκε στο μαγειριά, βρήκε μονάχα τον Γιωβάν, που έστρωνε το τραπέζι με τρία πιάτα, σα να ήξερε πως θα 'ρθει. Καθώς είδε τον Αποστόλη, έβγαλε μια φωνή, και, κατακόκκινος, χαρούμενος, έσμιξε τα χέρια του και τον κοίταζε χαζά. Και ο Αποστόλης χάρηκε. Μα δεν ήθελε να το δείξει. Του έδωσε μια χαδιάρικη σπρωξιά.
- Το ήξερες πως θα 'ρθω κι έβαλες τρία πιάτα; ρώτησε βουλγάρικα.
- Όχι, αποκρίθηκε ελληνικά ο Γιωβάν' δε σε περιμέναμε, δεν ξέραμε πού βρίσκεσαι, μέρες τώρα. Και η κυρία Ηλέκτρα σε θέλει...
Την ίδια ώρα, η κυρία Ηλέκτρα έμπαινε στην κουζίνα μ' έναν παπά. Ήταν κοντός, λιγνός, μικρούλης στο ράσο του, με λιγοστά γένεια, όπου πολλές άσπρες τρίχες ανακατώνουνταν με τις μαύρες. Τα μάτια του όμως, ζωηρά, νεανικά, έμοιαζαν να διαμαρτύρονται για τις άσπρες τρίχες της γενειάδας του.
- Μπα, Αποστόλη! Πού βρέθηκες; είπε η κυρία Ηλέκτρα. Ισα ίσα που σε θέλω. Τρία θρανία είναι ετοιμόρροπα και ένα έχασε το τέταρτο πόδι του. Δάσκαλε, είναι τούτος ο Αποστόλης, ο μαραγκός μας, πρόσθεσε αποτείνοντας το λόγο στον ιερωμένο. Μας έλειψε καιρό...
Μιλούσε, μιλούσε η κυρία Ηλέκτρα, μα του Αποστόλη, που την ήξερε καλά, του φάνηκε αφηρημένη. Είχε φιλήσει ο οδηγός το χέρι του παπά, και όλοι είχαν καθίσει στο τραπέζι, αφού πρώτα είχε πει την ευχή ο ιερωμένος.
Μιλούσε η κυρία Ηλέκτρα του παπά για τα τούτα κείνα του χωριού, για τα παιδιά, για τους γονείς, για τα μαθήματα, μα ο νους της ήταν φανερά αλλού. Και ο παπάς απαντούσε με μονοσύλλαβα. Μόλις τελείωσαν το φαγί, είπε η κυρία Ηλέκτρα:
- Τρέχα, Γιωβάν, στου μπακάλη, να πάρεις λουκούμια, να τρατάρομε το μουσαφίρη μας. Άφησε! Ψήνω εγώ τον καφέ!
Του έβαλε στο χέρι μερικά γρόσια, και συνάμα πήρε το μπρίκι από το ράφι. Μα μόλις έκλεισε η πόρτα, ξέχασε και μπρίκι και καφέ.
- Πότε έφυγες από την Κούγκα; ρώτησε τον Αποστόλη.
- Είναι μέρες, αποκρίθηκε κείνος. Γιατί;
- Ξέρουν άραγε εκεί τη σφαγή του Τέχοβου;
- Ούτ' εγώ δεν την ξέρω. Πότε έγινε;
- Του Αγίου Νικολάου, είπε η κυρία Ηλέκτρα.
- Όχι· την επαύριο! διόρθωσε ο παπάς. Ήταν επτά του Δεκέμβρη. Τους έσφαξε ο Αποστόλ Πέτκωφ.
- Ποιους; ρώτησε ο Αποστόλης.
- Οκτώ χωρικούς. Τους δέσανε στα δέντρα και τους κομμάτιασαν ζωντανούς, με βασανιστήρια ανήκουστα... Βήματα τρεχάτα ακούστηκαν.
- Σουτ! έκανε η κυρία Ηλέκτρα. Μην τα λέτε 'μπρος στον Γιωβάν. Σαν ακούσει για σφαγές, τρομάζει...
Η πόρτα άνοιξε με ορμή και ο Γιωβάν χώθηκε μέσα και την ξανάκλεισε.
- Κομιτατζήδες!... ψιθύρισε.
Ήταν πολύ χλωμός και τα χείλια του έτρεμαν. Στο απλωμένο του χέρι βαστούσε ακόμα τα γρόσια που του είχε δώσει η κυρία Ηλέκτρα, κι έτρεμε και αυτό.
- Κομιτατζήδες; Πού; ρώτησε χωρίς να τα χάσει η κυρία Ηλέκτρα.
Εμπρός στου Πέτρωφ, του καρβουνιάρη. Ζητούν έναν παπά...
- Αποστόλη... είπε η κυρία Ηλέκτρα, μ' ένα λαφρύ νεύμα των φρυδιών της.
Και παίρνοντας τον Γιωβάν από το χέρι τον πήγε στην κάμαρα της.
- Πες μου, τι άκουσες; ρώτησε. Κουτρουβαλιαστά της είπε ο μικρός:
- Ήταν πολλοί, έξι, οκτώ, δεν πρόφθασα να μετρήσω. Γυρεύουν τον παπά, λέγει, από το Μπόζετς. Πήγαν, λέγει, να τον πιάσουν, μα δεν τον βρήκαν...
Βιαστικά άρχισε η κυρία Ηλέκτρα να γδύνει το παιδί.
- Σε είδαν; ρώτησε.
- Όχι! Είδα πως είχαν μαχαίρια στη ζώνη και βαστούσαν μπαλτάδες, και κρύφθηκα.
- Καλά. Θα σε βάλω στο κρεβάτι και θα κάνεις τον άρρωστο. Αν έλθουν, θα τους μιλήσεις βουλγάρικα. Είσαι γιος ψαρά κι έχεις θέρμες. Και παπά εδώ, θα πεις, δεν είδες. Μη φοβάσαι τίποτα. Τι άλλο είπαν;
- Πήγαν στο σχολειό μιας κυρίας Ευθαλίας στο Μπόζετς, και γύρευαν κι εκεί τον παπά. Τους είπε κείνη πως δεν ήταν στο Μπόζετς. Τη φοβέρισαν. Είπε κείνη πως δεν ξέρει πού είναι. Της είπαν πως θα τη σκοτώσουν. Δεν άκουσα άλλο. Ήλθα πίσω...
Στο πλαγινό δωμάτιο ακούστηκαν σκερπανίσματα. Η κυρία Ηλέκτρα άνοιξε την πόρτα και είδε τον Αποστόλη που, καθισμένος χάμω, με τα εργαλεία πλάγι του, στο στόμα βαστώντας καρφιά, κάρφωνε ένα ξεπατωμένο θρανίο.
- Έμπα γρήγορα στο κρεβάτι, Γιωβάν, είπε η δασκάλισσα. Πάγω να σου βράσω ένα ζεστό.
Έκλεισε την πόρτα, και, σκύβοντας πάνω στον Αποστόλη, ρώτησε χαμηλόφωνα:
- Έτοιμα;
Της έγνεψε κείνος καταφατικά, και πήγε η δασκάλισσα στην κουζίνα. Τα κάρβουνα μισόκαιαν ακόμα στο τζάκι. Πήρε από το ράφι ένα σάκο άμμο και το σκόρπισε βιαστικά, εμπρός στο τζάκι ως στην πόρτα, απλώνοντας τον μ' ένα σκουπάκι. Ύστερα μάζεψε τα πιάτα, έβγαλε από ένα σερτάρι μια πρέζα φλασκόμηλο, το έβαλε σ' ένα κουπάκι, γέμισε νερό το μπρίκι του καφέ και το έβαλε στα κάρβουνα. Όλα αυτά γοργά, σιωπηλά, χωρίς κρότους. Η προσοχή της ήταν όλη στην πόρτα, το αυτί της τεντωμένο δυνατά κατά το δρόμο. Βήματα πλησίαζαν. Κάποιος χτύπησε δυνατά την πόρτα.
- Μπουγιουρούν! είπε ήσυχα η δασκάλισσα.
Η πόρτα άνοιξε πριν προφθάσουν οι απ' έξω ν' ακούσουν, και δυο ξένοι μπήκαν μέσα, μαζί κι ένας χωρικός του χωριού. Η κυρία Ηλέκτρα σήκωσε τα φρύδια της με απορία.
- Καλημέρα, Πέτρωφ, είπε ήσυχα, βουλγάρικα, με την ξένη της προφορά. Τι τρέχει; Τι ζητούν οι κύριοι;
Το γοργό της βλέμμα είχε αντιληφθεί από την ανοιχτή πόρτα δυο άντρες στη μια γωνιά του σχολείου και άλλες δυο σκιές στην άλλη. Είχαν κυκλώσει το σχολείο οι κομιτατζήδες. Τα σκερπανίσματα στην τάξη μέσα είχαν σταματήσει. Η κυρία Ηλέκτρα έριξε δυο τρία καινούρια κάρβουνα στο τζάκι και τίναξε τα χέρια της, ατενίζοντας ήσυχα τους τρεις άντρες.
- Κυρία Ηλέκτρα, είπε λίγο μαγκωμένος ο Πέτρωφ, οι κύριοι τούτοι ρωτούν, μήπως είδες κανέναν παπά...
- Κανέναν παπά; επανέλαβε η δασκάλισσα. Δεν ξέρεις πως ο παπα - Ηλίας δεν έρχεται ποτέ σε μας;
- Όχι ο παπα - Ηλίας... Άλλος παπάς...
- Από το Μπόζετς. Για τον Πατριαρχικό ρωτούμε, είπε κοφτά ένας από τους ξένους.
- Από το Μπόζετς; Και τον γυρεύετε δω; ρώτησε ατάραχα η κυρία Ηλέκτρα.
- Τον είδες; ρώτησε απότομα ο Βούλγαρος.
- Δεν τον είδα, όχι, μα γιατί τον γυρεύετε δω; Τα σκερπανίσματα ξανάρχισαν.
Οι δυο ξένοι έτρεξαν κατά την τάξη. Η κυρία Ηλέκτρα γέλασε.
- Διορθώνουν τα θρανία, είπε του Πέτρωφ. Γιατί έφερες εδώ τους κυρίους αυτούς; Και ποιοι είναι;
- Ο ένας, ο κοντός... να τον φοβάσαι. Μην τον θυμώσεις, είπε χαμηλόφωνα ο Πέτρωφ.
- Τι ζητούν από μένα; ρώτησε περιφρονητικά η κυρία Ηλέκτρα.
Ο Πέτρωφ έριξε μια φοβισμένη ματιά κατά την πόρτα και δε μίλησε. Αφήνοντας το μπρίκι στα κάρβουνα, με τον Πέτρωφ μπήκε η κυρία Ηλέκτρα στην τάξη. Οι δυο Βούλγαροι εξέταζαν τον Αποστόλη, που είχε βγάλει τα καρφιά από το στόμα του και τους απαντούσε ψύχραιμα. Από πού ήταν; Ου! Από μακριά, από το Βέρτεκοπ. Πατέρα; Όχι, δεν είχε. Ούτε μητέρα. Ήταν βρεσιμιό. Αμέ αν είχε πατέρα ή μητέρα, θα δούλευε έτσι, σαν το σκυλί; Θα 'τρεχε από χωριό σε χωριό να βγάλει μερικά γρόσια; Θα 'κανε τέτοιους δρόμους;... Παρόνομα; Όχι, δεν είχε. Τον έλεγαν Αποστόλ, ο Αποστόλ ο μαραγκός.
- Γιατί δούλευε σε ρωμαίικο σχολειό, τον ρώτησαν.
Ο Αποστόλης γέλασε. Αμέ δούλευε, ο κακομοίρης, όπου έβρισκε δουλειά... Ε, μπάρμπα - Πέτρωφ;
Ο καρβουνιάρης κούνησε καταφατικά το κεφάλι, δεξιά και αριστερά. Έτσι ήταν, ναι, δούλευε και σ' αυτόν και σ' όλο το χωριό, διόρθωνε όλα τα σπασμένα. Και ήταν καλός τεχνίτης.
- Δικό μας παιδί, είπε χαμηλόφωνα, πίσω από το χέρι του, στον πλαγινό του, τον κοντό Βούλγαρο.
- Κανένα παπά μην είδες; ρώτησε ο άλλος Βούλγαρος.
- Όχι, δεν πρόφθασα ακόμα να πάγω στου παπα - Ηλία, αποκρίθηκε τάχα απολογητικά ο Αποστόλης. Μα θα πάγω το βραδάκι...
- Δε ρωτώ για τον παπα - Ηλία. Ρωτώ για ξένο, για Πατριαρχικό παπά.
- Όχι, δεν είδα.
- Τάξετε το σπίτι, είπε ο κοντός Βούλγαρος. Ψάξετε μαζί Πέτρωφ, και συ Ράγκο.
Κι ενώ έφευγαν αυτοί, ρώτησε την κυρία Ηλέκτρα που ατάραχη έμενε όρθια κοντά του:
- Δεν έχεις άλλον στο σχολειό;
- Έχω, του αποκρίθηκε κείνη· έχω ένα άρρωστο παιδάκι... Αχ! Ξέχασα το ζεστό του!
Τρεχάτη πήγε στην κουζίνα όπου είχε βράσει το μπρίκι, και το νερό ξεχειλούσε και χύνουνταν στα κάρβουνα. Ο Βούλγαρος την ακολούθησε.
- Είσαι Ρωμιά; ρώτησε απότομα.
- Ναι, είπε η κυρία Ηλέκτρα χαμογελώντας.
Ήρεμα περέχυσε το φλασκόμηλο με το ζεστό νερό. Ο Βούλγαρος την κοίταζε με σουρωμένα τα φρύδια.
- Κάνεις δηλαδή προπαγάντα εδώ; ρώτησε.
Πάλι σήκωσε τα μάτια της ερωτηματικά η δασκάλισσα.
- Τι προπαγάντα; ρώτησε.
- Μαζεύεις παιδιά εδώ και τους μαθαίνεις ρωμαίικα;...
- Μα αυτή είναι η δουλειά μου! έκανε γελαστά η δασκάλισσα. Γι' αυτό με πληρώνουν. Εσύ τι δουλειά κάνεις;
- Θα σε κάψομε ζωντανή εδώ μέσα! Δεν παραδεχόμαστε Ρωμιούς.
Ήσυχα είπε η κυρία Ηλέκτρα:
- Αφού έχει, τι να κάνομε; Με πληρώνουν. Οι Τούρκοι παραδέχονται το σχολειό μας· βγάλανε τεσκερέ, είμαστε εντάξει...
- Μαθαίνεις στα παιδιά να μισούν τους Βουλγάρους!
- Εγώ; Πήγαινε στην κάμαρα μου να βρεις ένα Βουλγαράκι, που το πήρα από πονοψυχιά και το τρέφω κιόλας! Έχομε μεις διαταγή να βοηθούμε όλους που υποφέρουν. Αυτό είναι άρρωστο, θερμιάζεται. Το έχω στο κρεββάτι μου. Έλα να το δεις. Γι' αυτό ετοιμάζω το ζεστό...
Μαζί πήγαν στην κάμαρα της, όπου κατάχλωμος κείτουνταν ο Γιωβάν, τα μεγάλα του μάτια παρακολουθώντας τον Πέτρωφ και τον άλλο Βούλγαρο, που έψαχναν παντού, κάτω από το κρεβάτι, από το στρώμα, μες στο ντολάπι, ακόμα και στα σερτάρια. Η δασκάλισσα γέλασε.
- Χωρεί άνθρωπος στο σερτάρι; ρώτησε.
Χωρίς να της αποκριθεί, είπε ο δεύτερος Βούλγαρος στον πρώτο:
- Όχι, είπε χαμηλόφωνα ο Πέτρωφ· σας είπα είναι ήσυχη γυναίκα. Μόνο που είναι Ρωμιά...
Από την ανοιχτή πόρτα παρακολουθούσε ο Αποστόλης όλη την έρευνα, βάζοντας κάπου κάπου από ένα καρφί στο θρανίο. Έσκυψε η κυρία Ηλέκτρα στο κρεβάτι κι έδωσε του Γιωβάν να πιει το φλασκόμηλο. Με τα μάτια του έκανε νόημα: «Μη φοβάσαι». Και αφήνοντας τους ξένους με τον Γιωβάν στο κρεβάτι, και τον Αποστόλη στην πλαγινή κάμαρα, γύρισε στο μαγειριά με το άδειο κουπάκι. Από το παράθυρο έβλεπε σκιές που πηγαινοέρχουνταν. Το σχολείο ήταν περικυκλωμένο. Ως πότε άραγε; Βήματα τρεχάτα ακούστηκαν, το πορτόφυλλο πέταξε προς τα μέσα, ένας τρίτος άγνωστος μπήκε φωνάζοντας:
- Ο ζαπτιές!
Τρεχάτοι κατάφθασαν οι δυο Βούλγαροι με τον Πέτρωφ, και βγήκαν χωρίς λέξη να πουν της δασκάλισσας, μουρμουρίζοντας οδηγίες αναμεταξύ τους. Μόνος ο Πέτρωφ έμεινε πίσω. Έτρεμε όλος. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε.
- Να με συμπαθήσεις, κυρία Ηλέκτρα, της είπε, δεν ήθελα να σου τους φέρω... μα με φοβέρισαν... Βαστούν μαχαίρια και μπαλτάδες... Είναι, λέει, ξυλοκόποι... Μα ξέρει κανείς τι είναι; Να με συμπαθήσεις, κυρία Ηλέκτρα...
Βαστώντας το θυμό της του είπε:
- Καλά, καλά, μπάρμπα - Πέτρωφ. Γείτονες είμαστε. Μα είπα πως θα ήξερες εσύ πως το σχολειό μας δεν κρύβει όπλα.
- Το ξέρω, μαθές, μα ακούν μήπως αυτοί; Να ζήσεις, κυρία Ηλέκτρα, αν έλθει ο ζαπτιές, μην πεις πως ήμουν μαζί τους...
- Στείλε μου αύριο ένα σακί κάρβουνο καλό, διέκοψε η δασκάλισσα.
- Και δε θα με μαρτυρήσεις; ρώτησε αυτός ανοίγοντας την πόρτα.
- Δεν είμαστε μεις καταδότες, είπε περιφρονητικά η δασκάλισσα.
Κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Με μιας άλλαξε η όψη της, τα μάτια της πέταξαν φωτιές, τα χέρια της σφίχθηκαν, σηκώθηκαν σε δυο άσπρες, απειλητικές γροθιές.
- Ποιον να καταδώσεις, και σε ποιον!... μούγκρισε μες στα σφιγμένα δόντια της. Σκυλιά βουλγάρικα! Σκυλιά τούρκικα!
Οι σκεπαρνιές είχαν ξαναρχίσει. Έσπρωξε πίσω τα μαλλιά της με τα δυο της χέρια, πήρε βαθιά την αναπνοή της και μπήκε στην τάξη.
- Έφυγαν, είπε ήσυχα.
Ο Αποστόλης της έκανε νόημα ερωτηματικό. Του έγνεψε όχι και μπήκε στην κάμαρα της.
- Μη σηκωθείς, είπε του Γιωβάν, που ανήσυχος την κοίταζε. Θα 'ρθουν όπου και να 'ναι τα παιδιά. Ας μεταπούν στα σπίτια τους πως είσαι άρρωστος...
Το χρώμα του δεν είχε συνέλθει. Χαμηλόφωνα τη ρώτησε:
- Σε χτύπησαν, κυρία Ηλέκτρα;
- Όχι, όχι, παιδί μου.
- Και ο παπάς;
- Τώρα!... Πού!... Είναι τόση ώρα που έφυγε! του αποκρίθηκε κείνη.
Ο Γιωβάν δε ρώτησε άλλο. Δυσκολεύουνταν να ρωτήσει, όταν νόμιζε πως κάτι του κρύβουν. Μα με το νου του γύρευε να μαντέψει πότε και από πού είχε φύγει ο παπάς, χωρίς να τον δουν οι Βούλγαροι που ήταν στο δρόμο. Αυτός είχε σκαρφαλώσει από τον αχυρώνα για να μπει στο σχολείο. Μα ο παπάς μπορούσε άραγε να βγει από κει; Και ίσα το δικό του μικρό κορμί, που χώνουνταν παντού, και του παπά το μαύρο ράσο, το μακρύ, και το καλυμμαύκι; Ήλθαν τα παιδιά, έκαναν το μάθημα, και σαν τελείωσε, άρχισε το λογοντιό. Είχαν έλθει, λέει, ξυλοκόποι στο χωριό. Το ήξερε όμως ο Θανάσης πως ήταν κομιτατζήδες... Και η Ευαγγελία το 'ξερε, και ο Πασχάλης, και η Μαλαματή, και η Μόρφω, και ο Λάζαρος... Τους διέκοψε η κυρία Ηλέκτρα:
- Και αν το ξέρετε, καλύτερα να το ξεχάσετε, παιδιά μου, τους είπε. Οι Βούλγαροι στο χωριό μας είναι πολλοί κι εμείς λίγοι. Το μάθημά σας, τη δουλειά μας, και λίγα λόγια.
- Γύρευαν ένα παπά... της ψιθύρισε η Μαλαματή.
- Καλά, ας πήγαιναν στον παπα - Ηλία. Εμείς εκκλησία δεν έχομε, ούτε παπά δικό μας, είπε η δασκάλισσα.
Και με το χαμόγελο ξαπέστειλε τα παιδιά κι έκλεισε την εξώπορτα. Ησυχία πάλι χύθηκε στο σχολείο. Μόνο τα σκεπαρνίσματα του Αποστόλη ακούουνταν στο μαγειριά, όπου είχε μεταφέρει τα χαλασμένα θρανία, για να μην ενοχλεί το μάθημα. Είχε νυχτώσει. Η κυρία Ηλέκτρα έβαλε στο τραπέζι τρεις κεσέδες λαχανόσουπα και κάθησε να φάγει με τα δυο αγόρια. Ήταν ζωηρή και ξένοιαστη και τους είπε ιστορίες του Εικοσιένα. Μα τ' αγόρια ήθελαν πιο καινούρια πράματα. Να τους πει τα κατορθώματα του καπετάν Ακρίτα, του καπετάν Βάρδα, του καπετάν Ρούβα και του καπετάν Μακρή, που για κείνον τώρα τελευταία όλοι μιλούσαν.
- Αυτοί όλοι δουλεύουν σε άλλους καζάδες, αποκρίθηκε η κυρία Ηλέκτρα.
- Τι έλεγε σήμερα η Ευαγγελία, πως αναστήθηκε ο καπετάν Γαρέφης; ρώτησε δειλά ο Γιωβάν.
- Έλεγε παραμύθια, αποκρίθηκε η κυρία Ηλέκτρα. Δυστυχώς οι πεθαμένοι δεν αναστήνουνται. Και ο Γαρέφης πέθανε.
- Μα έλεγε πως σκότωσε ο καπετάν Γαρέφης έναν Αντών Χατζηδημήτρωφ, στο Γευγελί... μουρμούρισε ο Γιωβάν.
- Είναι μακριά το Γευγελί, δε μαθαίνομε καλά τι γίνεται κει, μας λεν πολλά λόγια, είπε η κυρία Ηλέκτρα.
Και πρόσθεσε:
- Για μάς εδώ ρωτάτε, που πήγε και ήλθε ο Βάλτος από τουφεκίδι, όλες αυτές τις μέρες, και δε μάθαμε τι συμβαίνει, και αν πολεμούν οι καπεταναίοι μας ή αν τους πήραν τις καλύβες. Πολλή δύναμη, λέγει, έφεραν οι Βούλγαροι στο δυτικό μέρος...
- Να πάγω εγώ να ρωτήσω, κυρία Ηλέκτρα; ρώτησε ντροπαλά ο Γιωβάν. Ξέρω να πάγω μόνος...
- Όχι, παιδί μου, δεν κάνει, αποκρίθηκε η δασκάλισσα. Για όλο το χωριό είσαι άρρωστος, μην ξεχάσεις. Μα εσύ Αποστόλη... μπορείς ίσως να πας; Αντάλλαξαν ένα μυστικό γνέψιμο και είπε ο Αποστόλης:
- Αύριο πάγω.
- Ναι. Απόψε να κοιμηθείτε νωρίς, αποκρίθηκε η κυρία Ηλέκτρα. Θα πέσεις στο κρεβάτι μου, Γιωβάν, γιατί αν έλθουν πάλι οι κομιτατζήδες, πρέπει να σε βρουν εκεί, τάχα πως είσαι άρρωστος. Ακούς; Πλάγιασε από τώρα.
Καληνύχτισε κι έφυγε ο μικρός χωρίς αντιλογία. Πήρε και η κυρία Ηλέκτρα ένα στρώμα, και το 'στρωσε χάμω, πλάγι στο κρεβάτι της, και του είπε:
- Κοιμήσου τώρα, Γιωβάν. Πάγω να διορθώσω τις εκθέσεις των παιδιών, και θα πέσω κι εγώ.
Και βγήκε, παίρνοντας το κερί μαζί της, κι έκλεισε την πόρτα. Η τάξη ήταν άδεια. Ο Αποστόλης δεν ήταν εκεί. Η κυρία Ηλέκτρα κάθισε σ' ένα θρανίο, τα χέρια ενωμένα μπροστά της, και άκουε. Κάθε τόσο κοίταζε τ' ωρολόγι της. Πέρασε ένα τέταρτο. Πέρασε μισή ώρα. Τότε έσβησε το κερί της και σίμωσε το κλειστό παράθυρο. Τίποτα δεν ακούουνταν. Ψηλαφητά, ακολουθώντας τον τοίχο, βρήκε την πόρτα, βγήκε από την τάξη και μπήκε στο σκοτεινό μαγειριά.
- Αποστόλη... ψιθύρισε.
- Εδώ είμαι, της αποκρίθηκε επίσης σιγά εκείνος. Όλα καλά... έξω ερημιά... Κι εκείνος έτοιμος...
- Του έδωσες τροφή;
- Ναι! Και καθώς μου είπες, ψωμί και τυρί για το δρόμο. Δε θέλει άλλο. Έχει, λέγει, χρήματα.
- Έλα λοιπόν. Ν' ανάψω; Δε βλέπω τίποτα.
- Εγώ βλέπω. Μην ανάψεις, κυρία Ηλέκτρα. Μόνο βοήθα. Μάζεψα την άμμο.
Ψάχνοντας χάμω μπρος στο τζάκι βρήκε ο Αποστόλης ένα τραχύ ξύλο μες στο σανίδι του πατώματος. Το έβγαλε χωρίς κρότο και ξεσκέπασε ένα χαλκά. Ελάτε τώρα... σιγά... μην τρίξει... ψιθύρισε. Μαζί έπιασαν το χαλκά και σήκωσαν μια καταπακτή. - Καλά... είπε χαμηλόφωνα μια φωνή από την τρύπα. Έρχομαι.
- Τύλιξε το ράσο σου στη σκάλα, μην τρίξει... παρήγγειλε ο Αποστόλης.
Και πιάνοντας τις άκρες της ανεμόσκαλας που ανέβαινε από την τρύπα, τις ακούμπησε αθόρυβα στο άνοιγμα της καταπακτής. Ανέβηκε ο παπάς, και στα σκοτεινά τράβηξαν τη σκάλα και ξανάκλεισαν την καταπακτή. Και πάλι δεν άναψαν φως. Ψάχνοντας, πήρε ο παπάς τα χέρια της δασκάλισσας και τα φίλησε. Συγκινημένη του είπε κείνη:
- Φορείτε το φέσι;
- Το φορώ. Και το αντερί φορώ, και τη ζιάκα και τις κουντούρες9. Μόνο ένα σάκο δώσ' μου, να βάλω το ράσο και το καλυμμαύκι μου μέσα.
- Θα σου τα ετοιμάσω εγώ, είπε ο Αποστόλης. Έχω και το ραγάζι που θα τα σκεπάσει. Δώσε μού τα.
Στα σκοτεινά, όσο στην τάξη μέσα ετοίμαζε ο Αποστόλης, χωρίς φως και αυτός, το σάκο με τα ρούχα, η κυρία Ηλέκτρα άκουε τις τελευταίες οδηγίες του παπά.
- Τα τουφέκια να τα στείλει το Κέντρο από τα Γιαννιτσά. Πιότερος κίνδυνος είναι τα Βουλγαροχώρια παρά τα τούρκικα καρακόλια. Πονηρεύονται περισσότερο οι Βούλγαροι. Έπειτα, ξέρουν καλά τη δουλειά τους οι αγωγιάτες μας. Να είναι μονάχα μεγάλα τα δέματα τους από ραγάζι. Χρειάζεται άλλωστε πολύ χόρτο για τη σκεπή του σπιτιού μου και για άλλα σπίτια της ενορίας μου. Και ξέρουν αυτοί να τα τυλίγουν και να τα κρύβουν καλά τα όπλα μες στο χόρτο.
- Και για το Στενημαχίτη, που μου είπατε, τον Μανόλη; Πώς να σας μηνύσω;
- Ξέρω 'γω, παιδί μου;... Αυτός θα γυρεύει τους δολοφόνους του Τέχοβου. Αν τους βρει, δε θα γλιτώσουν. Μην τον πιάσουν μονάχα!
- Οι Βούλγαροι;
- Και οι Τούρκοι για το φόνο του Σταυράκη10. Δε θα τον είδε, λες, κανένας, και δε θα τον μαρτυρήσει, που τον σκότωσε μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης; Βέβαια τον είχαν πολύ άχτι οι δικοί μας, το Βούλγαρο τον Σταυράκη. Και πολλούς χαντάκωσε και πρόδωσε, που πέρασαν από το χάνι του. Και μπορούσε να μας κάνει ακόμα πολύ κακό, αν δεν τον εξουδετέρωνε ο Μανόλης ο Στενημαχίτης. Μα ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό που έκανε!
- Τα παλικάρια δεν λογαριάζουν. Ούτε σεις δε λογαριάζετε, δάσκαλε. Έπειτα, πέρασαν και δυο μήνες από τότε που τον σκότωσε...
- Ναι! Μα να ξέραμε τουλάχιστον πού βρίσκεται! Σε ποιανού καπεταναίου σώμα άραγε να πήγε;...
- Και αν έλθει, τι να του πω; ρώτησε η κυρία Ηλέκτρα.
- Να τον στείλεις στην Κρυφή του Βάλτου και να περιμένει εκεί να του στείλω εγώ οδηγίες. Κι εμένα μου στέλνεις ένα τυρί, δώρο τάχα. Θα καταλάβω πως τον είδες...
Ο Αποστόλης μπήκε μέσα, σιγά σιγά:
- Έτοιμος ο σάκος, ψιθύρισε. Πάμε, δάσκαλε. Ο παπάς σηκώθηκε:
- Καλά Χριστούγεννα, παιδί μου, είπε της κυρίας Ηλέκτρας.
- Στο καλό, πάτερ Χρυσόστομε, μουρμούρισε εκείνη.
Αθόρυβα άνοιξε την πόρτα και βγήκαν οι τρεις στην αυλή. Ο Αποστόλης μονάχος βγήκε στο δρόμο, κατόπτευσε εδώ κι εκεί, και πάλι μπήκε στην αυλή.
- Ελεύθερα, είπε. Πάμε στην Πέτρα; ρώτησε.
- Όχι' στους Αποστόλους. Έχω αφήσει εκεί πλάβα... αποκρίθηκε ο παπάς.
Μια στιγμή στάθηκε η κυρία Ηλέκτρα στη μισόκλειστη εξώπορτα, κοιτάζοντας τις δυο σκιές που χάνουνταν στο σκοτάδι. Ύστερα κλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο σχολείο. Στα σκοτεινά πήγαινε ο Αποστόλης, με το σταθερό γοργό του βήμα, πατώντας όπου είχε στερεό χώμα ή πέτρα, και πίσω του αμέσως, βαδίζοντας στα πατήματα του, ακολουθούσε ο σύντροφος του, χωρικά ντυμένος, με το σάκο ριχμένο στη ράχη. Τραβούσαν ίσια για τη Λίμνη, αφήνοντας πίσω τους τα σπίτια του χωριού και τις αραιά και πού διασκορπισμένες καλύβες των ψαράδων. Στην ακρολιμνιά σαν έφθασαν, τράβηξαν βόρεια, κατά τη σκάλα των Αποστόλων. Σκοτάδι κι ερημιά παντού. Πήγαιναν τώρα πιο ελεύθεροι και κουβέντιαζαν. Ψυχή δεν ήταν εκεί για να τους ακούσει. Κι έλεγε ο παπάς:
- Όλη νύχτα περπατούσα. Έφθασα στο Τσέκρι πριν ξημερώσει και βρήκα ίσα ίσα τον καπετάν Μανόλη τον Κατσαρό, που γύριζε από νυχτερινή περιπολία στους Αγίους Αποστόλους. Με πήρε στην καλύβα, στο Τσέκρι, και κοιμήθηκα...
- Ήταν εκεί ο καπετάν Νικηφόρος; διέκοψε ο Αποστόλης.
- Όχι, δε γύρισε από την Κούγκα. Οι τελευταίες ειδήσεις ήταν πως ο Άγρας δεν είναι καλά και δεν μπορεί πια να βαστάξει. Έπειτα, κάθε μέρα έχουν επιθέσεις. Η καλύβα τους είναι πολύ ψηλή, φαίνεται από μακριά και είναι στόχος των Βουλγάρων. Και τωόντι, όσο κοιμούμουν, με ξύπνησε ομοβροντία.
- Βάσταξε πολλή ώρα;
- Όχι. Δυο μπαταρίες, μερικές σκόρπιες τουφεκιές, κι έπαυσαν. Μου έλεγε ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός, πως κάθε μέρα ακούονται τουφεκιές.
- Ναι! Το έλεγε και η κυρία Ηλέκτρα. Θα πει πως κρατούμε την Κούγκα. Δεν είναι έτσι;
- Βέβαια την κρατούμε. Μα πόσο θ' ανθέξουν οι δικοί μας; Να, ο καπετάν Άγρας, σου λεν, είναι άρρωστος, σε κακό χάλι. Και είναι και παιδιά του άρρωστα και πληγωμένα.
- Πήγαν καινούριοι άντρες... Τους οδήγησα εγώ, τον πληροφόρησε ο Αποστόλης.
- Θα έπρεπε να πάγει και ο Κάλας, είπε ο παπάς. Και σώπασαν και οι δυο.
Έφθασαν στη σκάλα των Αποστόλων. Τραβηγμένη μισή στο χώμα, περίμενε άδεια μια πλάβα. Την έσπρωξαν στο νερό, και, πατώντας στα ρηχά, μπήκαν οι δυο. Και όρθιος στην πρύμη, πήρε ο Αποστόλης το πλατσί. Μα μόλις μπήκαν στη μάνα, ανάμεσα στα καλάμια, είπε ο παπάς:
- Άφησε το κουπί σου, κάθισε χάμω, έχω να σου πω. Ο Αποστόλης υπάκουσε και κάθισε κοντά του. - Έχεις καμιάν αποστολή; ρώτησε ο παπάς.
- Όχι! Είμαι στη διάθεση σου.
- Λοιπόν, αφού με πας στην καλύβα, θα γυρίσεις εσύ στο Ζορμπά, θα πας στους Βουλγάρους, θα διορθώσεις τα σπασμένα τους και θα τους αποπλανήσεις. Δεν πρέπει να υποψιαστούν πως με οδήγησες εδώ.
- Σε είδαν πως πήγες στο Ζορμπά;
- Όχι! Έφθασα νύχτα και πήγα ίσια στο σχολείο. Μα με παρακολούθησαν φαίνεται, έβαλαν υποψίες. Ξέρεις ποιος ήταν στο σχολειό και με γύρευε;
- Ήταν δυο.
- Ένας κοντός δεν ήταν;... Μαύρος;... Άγριος;...
- Ναι.
- Άκουσα και γνώρισα τη φωνή του. Είναι ο Μπάτσος, ένας από τους πιο αιμοχαρείς κακούργους. Μένει στο Μπόζετς. Μα σε κάθε κακούργημα είναι ανακατεμένος και αυτός. Και πάντα γλιτώνει. Σαν έρχεται ο στρατός, δουλεύει σαν καλός Χριστιανός στο χωράφι του. Μα τον ξέρω και με ξέρει. Αν δεν τον εξουδετερώσομε, θα πάθουν νίλες οι δικοί μας. Κι αυτός γυρεύει να με βγάλει από τη μέση. Όποιος από μας πρωτοφθάσει. Γι' αυτό ήλθα. Θέλομε όπλα. Μα θέλομε και βοήθεια. Να πας να το πεις στην Κούγκα.
- Τι να πω, δηλαδή;
- Να πεις πως τα χωριά είναι αφησμένα στην τύχη τους. Όλα αυτά τα χωριά της ανατολικής μεριάς του Βάλτου. Το Πέτροβο είναι δικό μας. Ο παπα - Μανόλης, όσο ζει, και αυτός ο χωρικός ο Iβάν Ίλκας, το βαστούν στα χέρια τους, τ' ορίζουν. Και είναι ηρωικό! Δεν κοτά να σιμώσει βουλγάρικο σώμα. Μα τ' άλλα, Μπόζετς, Κουρφάλια, Ράμελ, Λιβάτοβο, Λίτοβο, όλα αυτά τα χωριά είναι εστίες βουλγάρικες. Όσο ήταν στο Τσέκρι ο καπετάν Νικηφόρος, έβγαινε τις νύχτες, πήγαινε στα χωριά, εγκαρδίωνε τους Πατριαρχικούς, είχαμε ένα στήριγμα. Τώρα είμαστε αφησμένοι στην τύχη μας.
- Θα του το πω, πάτερ Χρυσόστομε.
- Πες του να έλθει, ή να μας στείλει κανένα παλικάρι αρχηγό, που να επιβάλλεται κιόλα... Σα να πούμε, τον καπετάν Εντεροβγάλτη.
- Ποιος είναι αυτός; Δεν τον είδα στο Βάλτο.
- Δε λέγεται έτσι. Έτσι τον λεν οι τρομοκρατημένοι Βούλγαροι. Κανένας δε φαίνεται να τον είδε, και όμως υπάρχει και δουλεύει. Οι δικοί μας λεν πως αναστήθηκε ο καπετάν Γαρέφης, οι Βούλγαροι τον λεν Εντεροβγάλτη. Και όμως το κάνει πολύ παστρικά. Μια μαχαιριά στην καρδιά του κάθε δολοφόνου, και ποιος τον είδε, ποιος τον ξέρει. Ξεπάστρεψε αρχικομιτατζήδες ως απάνω στο Γευγελί, στη Γουμενίτσα, στο Τοσίλοβο, έναν ένα, φονιάδες βουτημένους στο αίμα. Και όμως, σώμα ανταρτικό δικό μας δεν έχει εκεί...
- Μην είναι ο καπετάν Ματαπάς;
- Όχι! Ο Ματαπάς είναι στον Όλυμπο. Και μου είπε... κάποιος που ξέρει, πως αυτούς τους κομιτατζήδες, τους σκότωσε από εκδίκηση αυτός ο ψευτο - Γαρέφης. Ένα τέτοιο παλικάρι, να το είχαμε στα ανατολικά χωριά μας, θα σωζόμασταν.
- Ο καπετάν Μανόλης ο Κατσαρός, δεν είναι παλικάρι;
- Καλό, πολύ καλό παλικάρι, είπε ο πάτερ Χρυσόστομος. Μα δεν προφθαίνει και τα βόρεια και τ' ανατολικά χωριά, και δεν έχει αρκετούς άντρες. Πρέπει να φυλάξει το Βάλτο από δω, μην κατέβουν καμιά ώρα οι Βούλγαροι από του Αλήμπεη-τη-Λάκκα, όπως το 'καναν σαν τους χτύπησε ο καπετάν Παναγιώτης.
- Δεν ήταν και ο καπετάν Ματαπάς εκεί;
- Ναι, τότε. Μα δεν το 'ξερε τότε κανένας πως είχαν χτίσει οι Βούλγαροι αυτές τις καλύβες στη βορειανατολική Λίμνη. Κάτι όμως μυρίστηκε ο καπετάν Παναγιώτης. Ξυπνός! Τετραπέρατος! Και παλικάρι! Βρήκε έναν κρυφό τους δρόμο, που οδηγούσε σε άγνωστη σκάλα, απ' όπου μπαινόβγαιναν κι έφερναν τα τρόφιμα τους από τα Γαννιτσά... Και να δεις πώς το ανακάλυψε! Βρήκε εκεί στη σκάλα, μες στα νερά, κομμάτια ψωμί φρέσκο, πεσμένα, που δεν είχαν διαλυθεί ακόμα. Αυτό τους πρόδωσε. Ακολούθησε και τα ίχνη που είχαν αφήσει οι πλάβες στα καλάμια, στα νιόβγαλτα βλαστάρια τους, στην τσίπερη και στο ραγάζι, που, περνώντας τα είχαν πλαγιάσει, και έφθασε σ' ένα παλιό πάτωμα βουλγάρικο, όπου βρήκε το πτώμα ενός σκοτωμένου Ρωμιού. Απάνω του είχαν σχηματίσει με καλάμια τα ψηφία Λ και Α, δηλαδή Λούκας και Αποστόλης. Εκεί είχαν φυλάξει καρτέρι οι Βούλγαροι, και είχαν σκοτώσει τον καπετάν Καψάλη. Βρήκε από κει άλλο μυστικό δρόμο ο καπετάν Παναγιώτης, και ύστερα, με τον καπετάν Ματαπά, χτύπησαν την καλύβα του Αλήμπεη - τη - Λάκκα.
- Και την πήραν; ρώτησε ο Αποστόλης.
- Όχι! Δεν είχαν αρκετή δύναμη. Αυτό έγινε τον Ιούλιο, πριν έλθουν οι καπεταναίοι Κάλας και Νικηφόρος. Με τόσο λίγους άντρες που είχαν, έπρεπε και ανατολικά του Βάλτου και δυτικά να πολεμούν. Τι να πρωτοπροφθάσουν; Σαν ήλθε ο Νικηφόρος στο Τσέκρι, αναπνεύσαμε κι εμείς. Τώρα έφυγε κι εκείνος...
- Και θέλεις να πω του καπετάν Νικηφόρου να ξαναέλθει στο Τσέκρι, ή να στείλει τον άγνωστο εκδικητή;
- Τον ξέρει άραγε; Μακάρι! Μα ας κρίνει εκείνος τι είναι πιο χρήσιμο, να πάγει ή να στείλει άλλον; Εσύ να του πεις τι ανάγκες έχουν τα χωριά μας. Υποφέρομε πολύ από τις αγριότητες των Βουλγάρων και την αδιαφορία των τουρκικών Αρχών. Δε βλέπεις τι γίνεται; Τον περασμένο Σεπτέμβριο σκότωσαν οι Βούλγαροι ένα Ριζάμπεη, Τούρκο, στο χωριό Μπρανιάτες, και ακόμα δε βρήκαν τους δολοφόνους. Ήταν φίλος ενός Χαλίλμπεη...
- Από την Καβάσιλα; διέκοψε ο Αποστόλης.
- Ναι!
- Τον ξέρω! Είναι φίλος του καπετάν Άγρα. Τον πήγε κείνος, πληγωμένο, στη Θεσσαλονίκη.
- Ε, αυτός ο Χαλίλμπεης λοιπόν, ζητούσε από τον καπετάν Παναγιώτη να βγουν μαζί, να κυνηγήσουν τους Βουλγάρους, για να πάρουν πίσω το αίμα του Ριζάμπεη, γιατί οι αρχές οι τούρκικες δεν έκαναν τίποτα.
- Και βγήκε ο καπετάν Παναγιώτης;
- Όχι! Είχε παραδώσει πια την υπηρεσία του δυτικού Βάλτου στον Άγρα. Αλλά τον Χαλίλμπεη τον σύστησε εκείνος στον καπετάν Άγρα.
- Βοηθούν λοιπόν οι μπέηδες;
- Όταν τους συμφέρει, βέβαια βοηθούν.
Έμεινε σιωπηλός λίγην ώρα ο παπάς. Ύστερα είπε:
- Έχομε και οδηγούς και ταχυδρόμους Τούρκους. Δεν το ξέρεις;
- Ξέρω. Μα πληρώνονται, είπε περιφρονητικά ο Αποστόλης.
- Ε, βέβαια πληρώνονται. Γιατί θέλεις να το κάνουν αν δεν πληρωθούν; Από πατριωτισμό; Αυτοί δεν είναι Έλληνες.
- Μας μισούν όσο και τους Βουλγάρους.
- Κάποτε είναι πολύ πιστοί, αρκεί να τους πληρώνεις τακτικά.
- Και αν πληρώσει ο άλλος περισσότερα; Συλλογισμένος είπε ο παπάς:
- Δεν πιστεύω. Ε, βέβαια. Βρίσκονται και προδότες. Πρέπει να προσέχομε. Μα μας είναι χρήσιμοι. Φθάνει να μην ξέρουν ούτε τα σχέδια μας, ούτε ποιος είναι μυημένος...
- Πάτερ Χρυσόστομε... εσύ δεν είσαι παπάς... έκανε ξαφνικά ο Αποστόλης.
- Ποιος σου το 'πε;
- Δεν μπορώ να σου πω τ' όνομα. Μα το άκουσα σε σπίτι κάποιου μεγάλου πατριώτη. Είναι αλήθεια;
- Μεγάλωσαν τα γένεια μου αρκετά, είπε χαμογελώντας ο άλλος. Και τα εκκλησιαστικά τα έμαθα. Τι σε μέλει ποιος είμαι;
- Βρέθηκα και μ' έναν άλλο παπά που δεν ήταν παπάς... Και μου άφησε πίσω την ψεύτικη γενειάδα και το ράσο του. Ξέρεις ποιος είναι; Είναι ψηλός, λιγνός και φοβερά χεροδύναμος. Σήκωσε μια βάρκα μόνος του, που ήταν κολλημένη στη λάσπη, και την έριξε στο νερό. Ποιος είναι; Ξέρεις;
- Όχι, παιδί μου. Πολλοί κάνουν τον παπά, που δεν είναι, αυτά τα χρόνια στον τόπο μας. Και για να κάνουν τη δουλειά που κάνομε, πρέπει να έχομε και υγεία και μυς. Να, έτσι που με βλέπεις, κοντό και λιγνό, μπορώ να μην κοιμηθώ τρεις νύχτες και να περπατώ δώδεκα ώρες χωρίς να σταθώ. Μα πες μου, πού τον είδες τον ψευτόπαπα;
- Δεν κάνει να σου το πω, πάτερ Χρυσόστομε. Έχω δώσει όρκο να μη λέγω τι κάνω.
- Σωστά! Ο καθένας μας να εκτελεί την αποστολή του, αλλά να μην τη σχολιάζει και να μη μεταλέγει όσα βλέπει. Και τώρα, παιδί μου, πήγαινε με στο Τσέκρι.