Στα μυστικά του βάλτου
Συγγραφέας:
Η'. Δουλειά


Ο καπετάν Άγρας είχε χωρίσει σε δυο ομάδες τους εργάτες του. Τους μισούς τους οδηγούσε ο γερο - Πασκάλ και τους άλλους μισούς ο Αποστόλης, που βιαστικά έκοβε καλάμια και χώνουνταν στο νερό, αψηφώντας κρύο και υγρασία, αψηφώντας και αυτόν ακόμα τον κρότο των τσακισμένων κλαριών, που μπορούσε να τον προδώσει σε καμιά βίγλα βουλγάρικη.

Το βαρύ χέρι του Μιχάλη έπεφτε πότε πότε στον ώμο του.

- Σιγά, ορέ βρέφος, του ψιθύριζε. Θα μας πάρεις όλους στο λαιμό σου...

Με σφιγμένα δόντια του αποκρίνουνταν ο Αποστόλης.

- Τη μυρίζω, σου λέγω, εδώ είναι, στο πλάγι! Ν' απλώσομε το χέρι μας την πιάνουμε την Κούγκα.

Και προχωρούσε μόνος, ανάμεσα στα καλάμια, αφήνοντας τους εργάτες να πλαταίνουν το μονοπάτι για τις πλάβες.

- Τι μυρίζεις και τι βλέπεις; ρωτούσε πάλι ο Μιχάλης. Γύρισαν τα νεροπούλια στο Βάλτο. Κοντεύει να βασιλέψει ο ήλιος. Και πάτωμα δε φαίνεται.

- Δε βλέπεις όμως τα καλάμια πως είναι πιο φτενά, άρα καινούρια; Και δε βλέπεις τους θάμνους πως αραιώνουν, άρα πως κοντεύομε στα βαθιά νερά; Εδώ κοντά είναι η μάνα...

Έκοψε ακόμα λίγα καλάμια, προχώρησε καμιά δεκαριά μέτρα, έχωσε το κεφάλι του ανάμεσα στις βέργες και θριαμβευτικά, άφωνος από χαρά, γυρνώντας στον Μιχάλη, του έδειξε με το δάχτυλο. Έσκυψε και αυτός το κεφάλι προς τα καλάμια μπροστά του, και είδε την ανοιχτή μάνα, που κυλούσε αργά τα νερά της ανάμεσα στους καλαμένιους τοίχους.

- Φώναξε τον Αρχηγό... ψέλλισε μπουρδουμπιστά από τη συγκίνηση του ο Αποστόλης.

Κι ενώ βιαστικά γυρνούσε πίσω ο Μιχάλης, τράβηξε μπροστά εκείνος, βγήκε στα τελευταία καλάμια και κοίταξε στ' απάνω και στα κάτω της μάνας του νερού. Εκεί, λίγο αριστερά, μαυρισμένο από τον καιρό και τις βροχές και την εγκατάλειψη, σάπιζε ένα πάτωμα χωρίς καλύβα ούτε πρόχωμα. Πίσω, αγκαλιές αγκαλιές έπεφταν τώρα βιαστικά τα καλάμια. Ώσπου ξεμύτισε η πλώρη μιας πλάβας στη μάνα, πλάγι στον Αποστόλη. Μέσα ήταν ο καπετάν Άγρας με δυο άντρες, όλοι με το τουφέκι στο χέρι, το δάχτυλο στη σκανδάλη.

- Έμπα μέσα, γρήγορα, μουρμούρισε ο Αρχηγός.

Και πιάνοντας τον Αποστόλη από το μπράτσο, τον τράβηξε κοντά του:

- Γεια σου, του είπε, με το αγορίστικό του καλόκαρδο χαμόγελο.

Και είδε ο Αποστόλης πως είχε δάκρυα στα μάτια. Την ίδια στιγμή, από άλλο πλάγιο μονοπάτι, ξεπρόβαλε άλλη πλάβα, με το γερο - Πασκάλ και τους πλαβαδόρους του. Με το δάχτυλο έδειξε ο γέρος το μισοσαπισμένο πάτωμα και ξεσκέπασε το κουτσοδόντικο στόμα του σ' ένα χαμόγελο που έκοβε το μούτρο του σε δυο.

- Δε σου το 'πα: μουρμούρισε βουλγάρικα, σα σίμωσε τον Άγρα και μπήκε στην πλάβα του. Το ήξερα καλά πού είναι η Κούγκα...

Ο καπετάν Άγρας λοξοκοίταξε τον Αποστόλη. Μα δε μίλησε. Όλοι μαζί ανέβηκαν στο πάτωμα. Ήταν παλιό, εγκαταλειμμένο, σε κακά χάλια. Τα νερά ανέβαιναν, ξεχειλούσαν από χαλάσματα ανάμεσα στα ξύλα, μούσκευαν ολόκληρο το πάτωμα, μαύρο και μουχλιασμένο ερείπιο. Ο Άγρας, σαν κατακτητής, βημάτιζε με μεγάλα πατήματα από τη μιαν άκρη στην άλλη, σταυρωτά και αντίθετα. Είχε καταλάβει το μόνο έδαφος που τον πλησίαζε στις βουλγάρικες εγκαταστάσεις, και χαμογελούσε, χαίρουνταν, κατάστρωνε στο νου του το πρόγραμμα του, πώς τώρα να τους εκτοπίσει.

- Τώρα μπορείς εδώ να χτίσεις μια καλύβα, του είπε ο γερο - Πασκάλ. Σου είπα πως θα σε πάγω στο πάτωμα κοντά τους. Για κοίτα;

Μετέφρασε ο Μιχάλης, και σήκωσε ο Άγρας το κεφάλι και από μέσα από τ' αραιωμένα ξερά φύλλα των καλαμιών, ξεχώρισε την κεντρική βουλγάρικη καλύβα, χαμηλή, καλοχτισμένη, κρυμμένη μες στην πυκνότερη βλάστηση της Λίμνης.

- Θα μου δώσεις κανένα πεσκέσι, Καπετάνιε μου, ε; ρώτησε πάλι ο γέρος, τα πονηρά μάτια του στενεμένα από τις ρυτίδες που βάθαιναν με το χαμόγελο του.

Το βλέμμα του Άγρα διασταυρώθηκε με του Αποστόλη.

- Πες του πως θα του δώσω και πεσκέσι, είπε του Μιχάλη που μετέφραζε.

Και περνώντας πλάγι στον Αποστόλη:

- Άφησε του τη δόξα που ζητά και πληρωμή, μουρμούρισε. Αρκεί να ξέρεις εσύ πως, αν σε είχαμε ακούσει, θα κερδίζαμε έξι επτά μερών δουλειά...

Ποιος χωρούσε τον Αποστόλη από καμάρι και χαρά για τα λόγια του Αρχηγού! Δεν πήγαινε να πάρει τη δόξα ο άλλος; Την Κούγκα την είχε βρει αυτός, εκεί που ήξερε πως ήταν, αριστερά, κατά τη δύση, πλάγι στις βουλγάρικες καλύβες. Και με τους άντρες, γοργά στούμπωνε τις τρύπες, με καλάμια, φύλλα και ρίζες, κατά τις οδηγίες του Αρχηγού.

- Γιατί εδώ θα μείνομε απόψε, παιδιά, τους είπε ο καπετάν Άγρας. Μιας και το πατήσαμε το πάτωμα, δεν έχει να τ' αφήσομε.

Και τους εξήγησε.

- Είναι πάνω σε μια μάνα, δηλαδή σε πέρασμα βουλγάρικο. Κάθε στιγμή μπορεί να περάσει καμιά περιπολία τους. Δε θα μας γλιτώσουν όμως πια. Θα τους πιάσομε, αν έλθουν, σαν ποντίκια!

Ανατρίχιασε και τράβηξε την κάπα του να σκεπαστεί.

- Κάνει κρύο, είπε, και δεν έχομε να στεγαστούμε. Μα είναι κανένας σας, παιδιά, που να θέλει να φύγει;

Όχι, δεν ήταν κανένας, του αποκρίθηκαν. Μόνος ο γερο - Πασκάλ ζήτησε να γυρίσει στη Μικρή.

- Κάνει κρύο, και είναι όλο νερά το πάτωμα, και με πονούν τα ρευματικά μου, εξήγησε του Μιχάλη.

Δυνατό ρίγος τίναξε τον Άγρα. Μάζεψε γύρω του την κάπα του και είπε:

- Καλά, να φύγεις! Μα θα πάρεις μια πλάβα, και δεν τις έχομε περισσές! Ποιος θα μας τη φέρει πίσω;

Ο Αποστόλης πετάχθηκε.

- Εγώ, κύριε Αρχηγέ! είπε. Ξέρω βουλγάρικα, περνώ για Βούλγαρος όπου θέλω. Και αν μας πιάσουν...

- Κυρ Αρχηγέ, να φύγεις και συ, διέκοψε ο καπετάν Τυλιγάδης που προσεκτικά κοίταζε τον Άγρα όσο μιλούσε. Σε τινάζει πάλι η θέρμη. Δεν κάνει να μείνεις εδώ. Τα δόντια του Άγρα χτυπούσαν, έτρεμε όλος. Μα το χαμόγελο δεν άφησε τα χείλη του.

- Αστειεύεσαι; έκανε. Θα τους αφήσω πια το πάτωμα, μιας και το βρήκαμε;

- Θα το φυλάξω εγώ με τα παιδιά, μη νοιάζεσαι, αποκρίθηκε ο Τυλιγάδης. Θυμήσου τι τράβηξες, τις προάλλες που σου ξανάρθε...

- Και θα σας αφήσω, νομίζεις, στον κίνδυνο, και θα πάγω στην πίσω γραμμή, για λίγη θέρμη, τώρα; διέκοψε ο Άγρας.

Γέλασε, χτύπησε χαδιάρικα τον ώμο του Τυλιγάδη, και τρυφερά του είπε:

- Άσ' τα αυτά, σύντροφε! Και η θέρμη είναι εχθρός. Μα το ξανάπαμε, ή αυτοί ή εμείς. Ή θα μας φάνε ή θα τους φάμε. Να φύγω όμως από δω, δε γίνεται. Κάνε μου ένα τσάι κι έννοια σου.

Και γυρνώντας στον Αποστόλη:

- Πήγαινε το γέρο και γύρισε, παρήγγειλε. Σ' έχομε ανάγκη και σένα και την πλάβα σου. Άιντε! Βιάσου!

Με καρδιά αναστατωμένη πήρε ο Αποστόλης το ένα πλατσί, ενώ ο γερο - Πασκάλ δούλευε το δεύτερο, και τράβηξε με όση βία μπορούσε κατά τη Μικρή. Ήταν αναστατωμένη η καρδιά του από θαυμασμό και αγάπη για τον Αρχηγό, από φούρκα για τον Πασκάλ, από βία να γυρίσει στο πάτωμα, από λαχτάρα να θυσιάσει ό,τι είχε, όλο τον εαυτό του, τη ζωή του, για την Ιδέα που έφτιανε τέτοια παλικάρια...

Γιατί ήταν όλοι παλικάρια, γύρω στον Άγρα, άφησε πια τον ίδιο, τον ηρωικό τον Τέλο Άγρα, μα και ο Τυλιγάδης, και ο Νίκος από την Καρδίτσα, που φύλαγε τις Κάτω Καλύβες όσο έλειπε ο Αρχηγός, και ο Μιχάλης, και ο Νάσος, και ο Αντώνης, όλοι οι δώδεκα εύζωνοι, που είχαν έλθει με τον καπετάν Άγρα, και οι ντόπιοι, οι χωριανοί, που τους είχε φανατίσει και αυτούς ο Αρχηγός, και που τους είχε οπλίσει και ενθαρρύνει και διδάξει να βαστούν τουφέκι, να μη φοβούνται, να μην περιμένουν την επίθεση του Βουλγάρου παρά να του ρίχνονται αυτοί. Του είχαν διηγηθεί ένα δυο περιστάσεις, που, στις τολμηρές του ανιχνεύσεις, είχε συναντηθεί ο Άγρας με περιπολίες βουλγάρικες, πως είχαν ρίξει κι από δω κι από κει, πως πάντα είχαν υποχωρήσει οι Βούλγαροι και είχε μείνει νικητής ο Άγρας. Το ψίθυρο του γερο - Πασκάλ διέκοψε τη σειρά των συλλογισμών του.

- Θα πας πίσω; Αλήθεια; τον ρώτησε.

- Και βέβαια θα πάγω πίσω! Αμ έτσι θ' αφήσω τον Αρχηγό; αποκρίθηκε με κάποια περιφρόνηση ο Αποστόλης.

Ο γέρος αργοκούνησε το κεφάλι.

- Μεγάλο παλικάρι, ο Καπετάνιος, μουρμούρισε, μα όχι φρόνιμος. Κεφάλι δεν έχει. Θα πέσει στα χέρια τους. Θα τελειώσει άσχημα. Αυτά που κάνει, δεν είναι φρόνιμα! Πάει κάτω από τη μύτη τους! Πάει γυρεύοντας!

- Μα αν ήταν φρόνιμος, κυρ Πασκάλ, αποκρίθηκε ο Αποστόλης, δε θα ήταν πια καπετάν Άγρας, θα ήταν γερο - Πασκάλ!

Ο γέρος δε θύμωσε. Αργοκούνησε πάλι το κεφάλι του με το σκουφί που του κατέβαινε ως το σβέρκο.

- Αυτός δεν ξέρει. Εγώ ξέρω... ψιθύρισε. Και το πλήρωσα. Εγώ ξέρω τι διάβολοι είναι αυτοί...

Ο Αποστόλης δεν αποκρίθηκε. Και σιωπηλά κυλούσε η πλάβα στο μουχρωμένο μονοπάτι. Ήταν νύχτα, αργά, σα γύρισε ο Αποστόλης, μόνος στην Κούγκα, κι έδωσε το σύνθημα στις βίγλες. Οι άντρες τυλιγμένοι στις κάπες τους, είχαν πλαγιάσει στο υγρό πάτωμα και είχαν αποκοιμηθεί. Λίγο παράμερα ο καπετάν Τυλιγάδης είχε ανάψει το καμινέτο του πίσω από την κάπα του, μη φανεί η φλόγα, κι έβραζε νερό. Πλάγι του, ξαπλωμένος, τυλιγμένος ως το λαιμό, σιγοβογγούσε ο Αρχηγός. Έδεσε ο Αποστόλης την πλάβα του και ανέβηκε στο πάτωμα.

- Είναι καλύτερα, αποκρίθηκε ο Τυλιγάδης στο ανήσυχο ρώτημα του, τού πέρασε το ρίγος. Θα του δώσω άλλο ένα ζεστό και θα κοιμηθεί. Είναι δεύτερη φορά που τον πιάνει όμως έτσι, σε λίγες μέρες μέσα, δυνατά η θέρμη. Θα τον φάγει και αυτόν ο Βάλτος...

Και σάλεψε θλιμμένα το κεφάλι του.

Ήταν ώρα ν' αλλάξει η φρουρά. Ο Τυλιγάδης ξύπνησε τέσσερις άντρες και τους έστειλε ν' αναπληρώσουν εκείνους που από νωρίς φύλαγαν το πάτωμα. Και σα γύρισαν αυτοί και πλάγιασαν, σιωπή τέλεια σκέπασε το πάτωμα. Μόνο ο Τυλιγάδης με τον Αποστόλη φύλαγαν τον άρρωστο Αρχηγό, ώσπου τον πήρε ο ύπνος, και πλάγιασαν και αυτοί και κοιμήθηκαν. Η νύχτα πέρασε χωρίς επεισόδιο. Το πρωί, από τους πρώτους, ζωηρός, γεμάτος δράση και θέληση, σηκώθηκε ο Άγρας, έτοιμος για τις πιο τολμηρές επιχειρήσεις, σα να μην είχε πάθει τίποτα τη νύχτα.

- Ε, καλά, θέρμη ήταν και πέρασε, αποκρίθηκε σε όσους ανήσυχα τον ρωτούσαν. Τώρα να δούμε πώς πρέπει να ενεργήσουμε.

Έκανε συμβούλιο, με τον υπαρχηγό Τυλιγάδη και τους άντρες, και συζήτησαν αν πρέπει να προσβάλουν τις βουλγάρικες καλύβες, αν ήταν πιο χρήσιμο να περιμένουν σιωπηλοί, μήπως περάσει καμιά περιπολία και την καταστρέψουν και αδυνατίσουν έτσι την αντίσταση των Βουλγάρων, πριν τους επιτεθεί ο Άγρας στις καλύβες τους, με τις λιγοστές του δυνάμεις. Η τελευταία γνώμη υπερίσχυσε. Ο Άγρας κάλεσε τον Αποστόλη και τον Μιχάλη.

- Είμαστε λίγοι, είπε, και δεν έχομε πλάβες. Αν χρειαστεί να επιτεθούμε ή να καταδιώξομε, δεν έχομε δύναμη. Να φύγετε οι δυο μαζί, να πάτε στους καπεταναίους Κάλα και Νικηφόρο και να τους πείτε να είναι έτοιμοι. Κάθε στιγμή μπορεί να τους καλέσω να με βοηθήσουν, και να έλθουν.

Λιγόλογες και ορισμένες ήταν οι παραγγελίες του Άγρα για τους καπεταναίους, αλλά επείγουσες.

- Να φύγετε αμέσως, επανέλαβε του Μιχάλη, πεταχθείτε και γυρίσετε. Δεν μπορούμε ούτε ένα τουφέκι, ούτε μια πλάβα να στερηθούμε.

Ο λόγος του Άγρα ήταν νόμος. Η επίδραση του άμεση. Η θέληση του μεταδίδουνταν στους άντρες του αυτοστιγμεί. Για να εκτελέσουν μια παραγγελία του, ήταν όλοι έτοιμοι να ριχθούν στη φωτιά.

- Δε θ' αργήσομε... ξέρω ένα κρυφό μονοπάτι... είπε λαχανιασμένος, από το βιαστικό κωπηλάτισμα, ο Αποστόλης στο σύντροφο του, που τραβούσε και αυτός κουπί με όλη του τη δύναμη. Περνά πίσω από την Τούμπα... Πέφτει σε τούτη τη μάνα εδώ...

Τα γοργά του μάτια σκάλιζαν τα καλαμένια τοιχώματα δεξιά, γυρεύοντας το σημάδι που είχε αφήσει, όταν πέρασε πρώτη φορά μα τον Γιωβάν.

- Να το! αναφώνησε χαρούμενα.

Οδήγησε την πλάβα στα καλάμια, όπου δυο βέργες έγερναν λίγο η μια προς την άλλη, με μπλεγμένα, σαν από τον άνεμο, τα ξερά φύλλα τους, της μιας μες στης άλλης. Δυο τρεις σειρές κιτρινισμένα πια καλάμια έκρυβαν την αρχή του μονοπατιού. Οι δυο άντρες τα παραμέρισαν χωρίς να τα σπάσουν, πέρασαν την πλάβα ανάμεσα τους, και βρέθηκαν στο κρυφό μονοπάτι.

- Και τώρα, δρόμο, κουράγιο και σφόρτσο! Θα φθάσομε γρήγορα, είπε ο Αποστόλης.

Μα όσο και αν κόπιασαν, ήταν νύχτα σαν έφθασαν στο Τσέκρι. Ο καπετάν Νικηφόρος είχε συμβούλιο με δυο προεστούς από το Μπόζετς. Το χωριό τους, λέει, ήταν φωλιά βουλγάρικη. Οι χειρότεροι κομιτατζήδες έβρισκαν άσυλο εκεί. Οι βουλγαρίζοντες χωρικοί τους έκρυβαν, τους χρηματοδοτούσαν, τους έτρεφαν, και οι λίγοι Έλληνες του χωριού ήταν σε αδιάκοπο κίνδυνο. Η κυρία Ευθαλία, η δασκάλα, ένα ηρωικό κορίτσι, ριψοκινδύνευε τη ζωή της κάθε μέρα, επίσης και ο πάτερ Χρυσόστομος, ο πατριαρχικός παπάς του χωριού. Αυτοί δε θα υποχωρούσαν. Μα έπρεπε να ξέρει ο καπετάν Νικηφόρος, τι φωλιά από οχιές ήταν το Μπόζετς, επίσης και τα Κουρφάλια, το Ράμελ, το... Ένα παλικάρι μπήκε μέσα κι έκοψε το λόγο του προεστού, που κομπολόγι αράδιαζε ονόματα εξαρχικών χωριών, όπου κάθε τόσο γίνουνταν και από ένα έγκλημα. Ο καπετάν Νικηφόρος, σκοτισμένος, σήκωσε το κεφάλι.

- Τι θέλεις, παιδί μου; ρώτησε.

- Κάποιος σε γυρεύει, κύριε Αρχηγέ... μουρμούρισε το παλικάρι. Κι είναι, λέει, βία...

- Ποιος είναι; Τι με θέλει;

Ο νέος έσκυψε και κάτι του ψιθύρισε στο αυτί. Ο καπετάν Νικηφόρος γύρισε στους προεστούς.

- Αφήσετε με να τα συλλογιστώ όλα αυτά, τους είπε. Θα δούμε τι μπορούμε να κάνομε. Ωστόσο... Έχω τώρα κάποια βιαστική δουλειά. Στείλετε μου το γιατρό τον Αντωνάκη, που τα ξέρει και που βρίσκεται στο Μπόζετς, και θα σας μεταπεί εκείνος τι θ' αποφασίσω και τι θα γίνει. Το σύνθημα, μια πιστολιά. Και σαν πλησιάσει η πλάβα, σταυρός, αστέρι. Πηγαίνετε τώρα.

Έξω στο πάτωμα, λίγο παράμερα, δυο άντρες στέκουνταν, τυλιγμένοι στις κάπες τους, ο ένας ψηλός άνδρακλας, ο άλλος κοντούλης. Άφησε ο Νικηφόρος τους τσορμπατζήδες να μπαρκαριστούν, και σαν απομακρύνθηκε η πλάβα, σίμωσε τους δυο νεοφερμένους και τους οδήγησε στην καλύβα. Στο φως της πετρελένιας λάμπας αναγνώρισε τον Αποστόλη.

- Μπρες, εσύ είσαι πάλι; έκανε ζωηρά. Και γυρνώντας στον Μιχάλη:

- Φέρνεις γράμμα του καπετάν Άγρα; ρώτησε.

Όχι, γράμμα δεν είχε ο Μιχάλης. Μα είπε προφορικά το μήνυμα του Αρχηγού του, την παραγγελία του να είναι έτοιμοι οι άλλοι καπεταναίοι, και να καταφθάσουν σε βοήθεια μόλις τους καλέσει. Είχαν βρει την Κούγκα επιτέλους, μα ήταν άθλιο πάτωμα, χωρίς οχύρωμα, ούτε καν σκεπή. Αν πρόσβαλλαν οι Βούλγαροι, θα την είχε άσχημα ο καπετάν Άγρας. Είχε ανάγκη από βοήθεια, από άντρες, από όπλα, από πλάβες. Έπρεπε αυτός να επιτεθεί πρώτος στις βουλγάρικες καλύβες που ήταν ένα πλάγι, να μην αφήσει τους Βουλγάρους να τον προλάβουν. Και ήταν άρρωστος. Χθες βράδυ είχε πάλι θέρμη...

Ο καπετάν Νικηφόρος ορτσώθηκε.

- Θα πάγω εγώ, είπε, δε θα περιμένω να με καλέσει... Στάθηκε να σκεφθεί και, αποφασίζοντας, είπε:

- Έχω κι εδώ δουλειά, στα φοβισμένα χωριά. Μα εκείνη είναι πιο βιαστική...

Στάθηκε πάλι μια στιγμή. Και πάλι διέταξε:

- Φύγε τα ξημερώματα, Μιχάλη. Θα πας στην καλύβα Κούγκα, θα πεις του καπετάν Άγρα πως θα έλθω χωρίς να μου ξαναμηνύσει. Θα ειδοποιήσω εγώ τον καπετάν Κάλα. Ως προς εσένα, Αποστόλη, έχω δουλειά για σένα. Πάτε τώρα να φάτε κάτι στο πόδι και να κοιμηθείτε. Εγώ έχω να γράψω. Και πρωί, ξημερώματα, θα ξεκινήσετε, ο καθένας σε άλλη κατεύθυνση.

Πρώτος απ' όλους ήταν ο Αποστόλης στο πόδι, πρωί πρωί, ξεκουρασμένος, πλυμένος, συγυρισμένος, και περίμενε στο πάτωμα, έξω από την καλύβα, να τον καλέσει ο Αρχηγός.

Γύρω του, σμήνος αεικίνητο, πηγαινοέρχουνταν οι άντρες. Όλοι είχαν δουλειά. Ένας καθάριζε το όπλο του, άλλος κουβαλούσε φυσίγγια σε μια πλάβα, άλλος έφερνε ψωμιά από τον πλαγινό φούρνο, άλλος παραπέρα, μακριά, μη λερώσει τα νερά της καλύβας, έπλενε ρούχα. Η καλύβα ήταν μελίσσι από τα ξημερώματα, όταν δεν είχε γίνει νυχτερινή περιοδεία. Κοίταζε ο Αποστόλης, χαϊδεύοντας το πιστόλι που του είχε χαρίσει ο καπετάν Άγρας και που έμενε πάντα μπηγμένο στη ζώνη του. Να ήταν και αυτός μεγάλος, άξιος να καταταχθεί σε οπλαρχηγού σώμα, να κάνει πορείες, συμπλοκές, μάχες!...

- Αποστόλη! φώναξε ο Αρχηγός.

Μ' ένα πήδο βρέθηκε ο μικρός μες στην καλύβα, ίσιος, τεντωμένος, μάτια και αυτιά ανοιχτά. Ο καπετάν Νικηφόρος κρατούσε ένα γράμμα στο χέρι.

- Θα πας αμέσως στη σκάλα, του είπε. Εκεί θ' αφήσεις την πλάβα και θα πας πεζή στο Ζορμπά. Θα ξεμοναχιάσεις την κυρία Ηλέκτρα και θα της δώσεις τούτο. Δεν έγραψα διεύθυνση...

Έριξε μια ματιά κατά την πόρτα και χαμηλόφωνα πρόσθεσε:

- Θα της πεις εσύ... πως είναι για το Δεσπότη... Κατάλαβες; Με τα μάτια έκανε ο Αποστόλης νόημα «ναι». Και πρόσθεσε με την άκρη των χειλιών:

- Για το Κέντρο.

Ο Νικηφόρος χαμογέλασε.

- Άιντε, είσαι ξυπνός, του είπε. Κοίταξε όμως να φθάσει το γράμμα στα χέρια της.

- Αν με ρωτήσει τίποτα, έχεις καμιά παραγγελία να της πω;

- Αν σε ρωτήσει... Μα δε θα σε ρωτήσει... Πες της μονάχα πως ήταν εδώ χθες βράδυ δυο τσορμπατζήδες από το Μπόζετς, και θα καταλάβει εκείνη... είναι συνηθισμένη. «Πως ήταν συνηθισμένη» η κυρία Ηλέκτρα, το ήξερε ο Αποστόλης καλύτερα από κάθε άλλον. Και ούτε και ο καπετάν Νικηφόρος δεν ήξερε ίσως πόσες φορές τον είχε μεταχειριστεί αυτόν, τον Αποστόλη, η κυρία Ηλέκτρα, για να φέρει, νύχτα, τουφέκια, πιστόλια, φυσίγγια και χειροβομβίδες, στον κρυψώνα του σχολείου, απ' όπου ύστερα, με χίλια μέσα, τα φευγάτιζε κείνη για τις καλύβες. Και τώρα τάχα, για το γράμμα...

Με μεγάλα βήματα, ακολουθώντας την ακρολιμνιά και αποφεύγοντας τον πατημένο δρόμο, μισοκρυμμένος μες στα αραιά καλάμια της ξηράς, τραβούσε ο Αποστόλης κατά το Ζορμπά, και σχεδίαζε ολόκληρο πρόγραμμα. Γιατί το ήξερε πως θα τον μεταχειριστεί η κυρία Ηλέκτρα. Εκείνη τον γνώριζε καλά. Το ήξερε πως όλα μπορεί να του τα εμπιστευθεί, κι εκείνος όλα να τα βγάλει πέρα. Ένα παιδί, βλέπεις, περνά παντού, ακόμα κι εκεί που σκαλώνει ο μεγάλος. Σαν ξέρει μάλιστα και βουλγάρικα και τούρκικα... Και αυτός τα ήξερε και τα δυο... Ήταν ήσυχο το σχολείο και σιωπηλό σαν έφθασε ο Αποστόλης. Τα παιδιά είχαν σκορπίσει, το καθένα στο σπίτι του, για το μεσημεριανό πρόγευμα. Στην κουζίνα, εμπρός στο σανιδένιο ολοκάθαρο τραπέζι, κάθουνταν η κυρία Ηλέκτρα με τον Γιωβάν. Ο μικρός έβγαλε μια φωνή σαν είδε τον Αποστόλη και πήδηξε χάμω. Μα πάλι στάθηκε ντροπαλά, φοβισμένος, κοιτάζοντας μια τη δασκάλισσα, μια το φίλο του.

- Καλώς μας ήλθες, Αποστόλη, είπε χαρούμενα η κυρία Ηλέκτρα, απλώνοντας του το χέρι.

Και, με μια ματιά κατά τους ανεπίπλωτους ασπρισμένους τοίχους, πρόσθεσε:

- Δεν έχει καρέκλα! Ξεπετάξου, φέρε ένα σκαμνί από την κάμαρα μου, κι έλα να σε φιλέψουμε από το πιλάφι μας. Μόλις που καθίσαμε κι εμείς.

Κάθησαν οι τρεις μαζί και τα έλεγαν. Ο Γιωβάν ξεχνούσε να φάγει, τα μάτια του αδιάκοπα σηκωμένα στον Αποστόλη. Και κάθε λίγο τον ξυπνούσε με μια σπρωξιά η κυρία Ηλέκτρα, από την έκσταση του.

- Τρώγε, μπρε παιδί μου! Θα παγώσει το πιλάφι σου!

Μα πού ν' αποσπάσει την προσοχή του ο Γιωβάν από τον Αποστόλη, που διηγούνταν πώς είχαν βρει την Κούγκα, ένα σαπισμένο πάτωμα, εντελώς απροστάτευτο, απάνω σε μια νερομάνα, πέρασμα των Βουλγάρων, που δε δίστασε να το καταλάβει ο Άγρας, άρρωστος, με μια φούχτα άντρες και πλάβες, και σχεδόν χωρίς πολεμοφόδια, τόσο κοντά στις βουλγάρικες καλύβες, ώστε φαίνουνταν από μέσα από τ' αραιωμένα φυλλώματα, η κεντρική, η μεγαλύτερη τους καλύβα.

- Και θα μείνει εκεί, έτσι απροστάτευτος; ρώτησε αναστατωμένη η κυρία Ηλέκτρα.

- Θα του πήγαν τώρα φυσίγγια από τις Κάτω Καλύβες. Και θα πάγει γρήγορα, ίσως και αύριο, με ολόκληρο το σώμα του, ο καπετάν Νικηφόρος, αποκρίθηκε ο Αποστόλης. Έριξε μια ματιά του Γιωβάν και πρόσθεσε χαμηλόφωνα, στο αυτί της δασκάλισσας:

- Έχω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως, κυρία Ηλέκτρα...

- Τρέχα, Γιωβάν, στην κάμαρα μου, θα βρεις, στο πεζούλι του παραθύρου, το πανέρι με τα μήλα που έφερε η Ευαγγελία. Διάλεξε έξι, τα πιο ώριμα, και φέρε τα. Να, πάρε ένα πιάτο, πρόσταξε η κυρία Ηλέκτρα.

Ευάγωγα, κατέβηκε από το σκαμνί του ο μικρός, πήρε ένα πιάτο από το τραπέζι, και με σκυφτό κεφάλι βγήκε από την κουζίνα.

- Πες γρήγορα, είπε η δασκάλισσα.

Ο Αποστόλης έχωσε το χέρι του στον κόρφο του κι έβγαλε το γράμμα του Νικηφόρου.

- Για το Δεσπότη, είπε λακωνικά.

Το πήρε κείνη και το εξέτασε από το μπρος και το πίσω μέρος.

- Δεν έχει διεύθυνση ο φάκελος, είπε. Θα είναι σπουδαίο... Δε σου έδωσε καμιά παραγγελία για μένα ο καπετάν Νικηφόρος;

- Όχι, είπε πως εσύ ξέρεις, πως είσαι συνηθισμένη. Μόνο να σου πω, λέγει, πως αποβραδίς, χθες δηλαδή, πήγαν και τον βρήκαν δυο τσορμπατζήδες από το Μπόζετς.

- Ξέρω! Κατάλαβα, είπε η κυρία Ηλέκτρα. Είναι για τους φόνους του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου. Επτά στο Κοσίνοβο, και τώρα σκότωσαν τον Βόζελη, τον προύχοντα, στο Ράμελ. Το παράκαναν οι κομιτατζήδες.

- Πάλι στο Ράμελ; αναφώνησε ο Αποστόλης.

- Ναι! Αυτό το Ράμελ έχει αμαρτίες, το κακόμοιρο! Σκότωσαν όχι μόνο τον Βόζελη2, αλλά και τη γριά μητέρα του και τα τέσσερα κορίτσια του, το μικρότερο έξι μηνών, το δύστυχο. Κι έγραψαν στη δασκάλισσα του Μπόζετς...

- Στην κυρία Ευθαλία;

- Ναι, στην κυρία Ευθαλία, πως αν δεν παύσει να φανατίζει παιδιά και γονείς, θα της κάνουν τα ίδια, πως θα την κάψουν ζωντανή μες στο σχολειό της. Βρήκαν όμως άνθρωπο να φοβερίσουν!...

Ο Αποστόλης βούρκωσε.

- Αυτή είναι σαν και σένα, κυρία Ηλέκτρα! Είναι ηρωική, λένε!

- Αυτή, ναι, είναι ηρωική, όχι εγώ. Αυτή ζει σε φωλιά βουλγάρικη, μες στους κομιτατζήδες. Εγώ... εγώ έχω δικούς μου πολλούς, και τη Λίμνη κοντά, και τους καπεταναίους ένα βήμα. Μα αυτή... Και φαντάζομαι γιατί πήγαν χθες οι προύχοντες. Θα ζητούσαν τον καπετάν Νικηφόρο να βγει στα χωριά, να ξαναθαρρέψουν οι Ορθόδοξοι, ε; Αυτό ζήτησαν;

- Δεν ξέρω. Δε μου είπε. Είπε πως εσύ θα καταλάβεις.

Η κυρία Ηλέκτρα δεν αποκρίθηκε. Συλλογισμένη γύριζε το γράμμα στα μακριά δάχτυλα της.

- Θα το στείλεις, κυρία Ηλέκτρα; ρώτησε ο Αποστόλης. Η δασκάλισσα σήκωσε τα μάτια.

- Βέβαια, μουρμούρισε. Μα πώς;

- Με τον ίδιο τρόπο... το τραίνο... ξέρεις...

- Όχι... δεν κάνει να ξαναπάς εσύ... θα σε σημαδέψουν... Σκέπτομαι... Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε ολόγυρα κατά την πόρτα.

- Μα τι γίνηκε ο μικρός; Χάθηκε; έκανε. Γιωβάν! φώναξε. Κανένας δεν αποκρίθηκε.

Η δασκάλισσα χαμογέλασε.

- Θα κλαίει... είπε τρυφερά. Το καημένο...

- Θα κλαίει; Γιατί;

- Κάθε φορά κλαίει, όταν νομίζει πως τον διώχνω...

Και με το γράμμα στο χέρι βγήκε από την κουζίνα. Σε λίγο γύρισε σπρώχνοντας τον Γιωβάν μπροστά της. Τα μάτια του μικρού ήταν πρησμένα και κόκκινα.

- Ακούς, λέγει, αγόρι να κλαίγει! είπε η δασκάλισσα χαϊδεύοντας τα πυκνά, καστανά του μαλλιά. Και αυτό, την ώρα που του ετοιμάζω κρυφή, εμπιστευτική δουλειά...

Τα φρύδια του Αποστόλη ανέβηκαν ως τη μέση του μετώπου του. Σιωπηλά το βλέμμα του ρωτούσε:

- Ναι, είπε η κυρία Ηλέκτρα. Ο Γιωβάν θα πάγει το γράμμα που μου έφερες, Αποστόλη. Μα θα βοηθήσεις και συ.

Έβγαλε το ασημένιο της ωρολόγι από την πέτσινη ζώνη της.

- Έχομε μια ώρα ώσπου να έλθουν τα παιδιά στο μάθημα, είπε. Έλα, Αποστόλη, να καταστρώσομε το πρόγραμμα. Και συ, Γιωβάν, άκου και πρόσεχε. Σήμερα θα μας δείξεις αν είσαι άξιος να πάρεις τα καινούρια ρούχα που σου έφτιασα και να στείλομε πίσω τα βουλγάρικα που φορείς.

Νωρίς ξεκίνησαν τα δυο αγόρια με το χλωμό νοεμβριάτικο ήλιο ακόμα ψηλά, πάνω από το κεφάλι τους.

Ο Γιωβάν ήταν νευρικός, συμμαζεμένος. Ο Αποστόλης τον εγκάρδια) νε.

- Γιατί αμφιβάλλεις; Το άλλο που έκανες ήταν πολύ πιο δύσκολο, να πας από τις Κάτω Καλύβες στο Τσέκρι. Τούτο είναι εύκολο. Φθάνει να 'χεις ανοιχτά τα μάτια σου.

Ο Γιωβάν σιωπούσε. Ο μεγάλος του έδωσε μια σπρωξιά.

- Μην είσαι χαζός, του είπε. Δεν τρως άχυρα! Λοιπόν τι φοβάσαι;

Πάλι δεν αποκρίθηκε ο μικρός. Με βεβαιότητα είπε ο Αποστόλης:

- Το ξέρω πως θα τα καταφέρεις καλά. Έπειτα είσαι μικρούλης, και τα μωρά δεν τα υποψιάζεται κανένας... Μα και αν σε πιάσουν, όνομα δε γράφει στο φάκελο. Για το Δεσπότη! Τι θα πει, για το Δεσπότη; Ποιο Δεσπότη; Εσύ μονάχα μην ξεχάσεις πως, αν σε ρωτήσουν, είσαι ανεψιός του Δεσπότη Καστοριάς. Θυμάσαι; Πώς τον λένε;

- Καραβαγγέλη. Γερμανό Καραβαγγέλη.

- Καλά. Και συ πού πηγαίνεις;

- Στο Μοναστήρι, να βρω τη μάνα μου.

- Καλά! Όλα αυτά όμως αν σε ρωτήσουν. Αλλιώς...

- Ξέρω...

- Λοιπόν μη φοβάσαι. Ούτε είναι κουτός ο καπετάν Νικηφόρος να λέγει τη σκάφη - σκάφη και τα σύκα - σύκα, όπως σου έλεγε η κυρία Ηλέκτρα. Όλα είναι κρυφά γραμμένα, έτσι που να μην καταλάβει κανείς, αν πέσει το γράμμα σε ξένα χέρια...

Πήγαιναν τ' αγόρια βιαστικά, ανταλλάζοντας αργά και πού κανένα λόγο. Πέρασαν την αμαξωτή γέφυρα του Λουδία, και, αφήνοντας το μεγάλο δρόμο που πάγει στη Βέρροια, τράβηξαν νότια. Λίγο διάστημα έκαναν, και ο Αποστόλης σταμάτησε.

- Πήγαινε από δω και πέρα μόνος, είπε του Γιωβάν. Φαίνεται πια το Πλατύ. Με ξέρουν εκεί. Καλύτερα να μη με δουν. Θα σε περιμένω κάτω από τη γέφυρα. Είδες πώς θα κατέβεις, ε; Ή σφύριξε μου, αν είναι μοναξιά, και ανεβαίνω εγώ. Γεια σου, τώρα. Κοίταξε μόνο να κάνεις τον κουτό. Πηγαίνεις τάχα δεξιά, και γυρεύεις να πάρεις το τραίνο που πάγει αριστερά. Α! και μην ξεχνάς! Το δεξί μάγουλο πρώτα, ύστερα το αριστερό, και τελευταίο το μέτωπο. Ε;

- Έννοια σου... μουρμούρισε ο Γιωβάν.

Κι έφυγε με σκυφτό το κεφάλι. Πήγαινε ο μικρός βιαστικός, σχεδόν τρεχάτος, απλώνοντας όσο μπορούσε τα λιγνά του ποδαράκια. Τώρα που δεν είχε πια τον Αποστόλη κοντά του, ξεθάρρευε. Από μικρός, μες στο ξύλο και τις τιμωρίες μεγαλωμένος, είχε εξασκήσει το μυαλό του σε όλες τις πονηριές και τις μαλαγανιές, ήταν μαθημένος σε όλα τα τεχνάσματα για να γλιτώνει από τα χέρια του Άγγελ Πέιο. Όσο ήταν κοντά στην κυρία Ηλέκτρα και τον Αποστόλη, κι ένιωθε ασφάλεια, έχανε τις ιδιότητες του, ξαναγίνουνταν μικρός, διψούσε να μάθει καινούρια πράματα.

- Εσένα, δε σου λέγω ποτέ ψέματα, είχε πει της κυρίας Ηλέκτρας, χθες, που σκουπίζοντας την τάξη, είχε σπάσει με τη σκούπα του ένα τζάμι. Και να με δείρεις, δε θα σου πω ψέματα, εσένα.

Όπως και τον Αποστόλη, θα ντρέπουνταν να τη γελάσει. Μα τώρα, μόνος στον κάμπο, ένιωθε όλα του τα παλιά εφόδια να ξαναζωντανεύουν, γύρευε κι έβρισκε στο μυαλό του χίλια μέσα να βγάλει πέρα την αποστολή του. Χαμήλωνε ο ήλιος κατά τα βουνά, στη δύση, σαν μπήκε στο σταθμό. Το τραίνο δεν είχε φθάσει. Από το άλλο μέρος της γραμμής τρία παιδιά έπαιζαν αμάδες. Στάθηκε ο Γιωβάν και τα κοίταζε, το μάτι του και το αυτί του προσηλωμένο κατά τη δύση.

Από μακριά άκουσε το λαχάνιασμα της μηχανής, πήρε μια πλατιά πέτρα και άρχισε κι αυτός να πηδά και να την κλωτσά με το ένα πόδι κατά τη γραμμή. Ο Τούρκος υπάλληλος, με μια κόκκινη και μια πράσινη σημαία στο χέρι, τον είδε και τον φώναξε.

- Φύγε από κει, μικρέ! Και σεις, παιδιά, ξεκουμπιστείτε! Έρχεται το τραίνο...

Ο Γιωβάν μάζεψε την πέτρα του, πέρασε τρεχάτος τη γραμμή και στάθηκε στο σταθμό, με μάτια και στόμα ανοιχτά, σα χωριατόπαιδο που πρωτοβλέπει το σιδερένιο θηρίο. Κατάφθανε το τραίνο, τρίζοντας και καπνίζοντας. Λιγόστεψε την ταχύτητα του, πέρασε η μηχανή τον Γιωβάν και στάθηκε πέρα. Δυο τρεις χωρικοί σίμωσαν με τα μπογαλάκια τους, άλλοι τόσοι κατέβηκαν στο σταθμό και μες στο πήγαινε κι έλα, χώθηκε ανάμεσα τους, ο Γιωβάν και βρέθηκε μπρος στη σκευοφόρο. Σα χαζό παιδί έκανε να σκαρφαλώσει στο σκαλοπάτι. Ένας χαμάλης τον έπιασε από το μπράτσο και τον κατέβασε κάτω.

- Πού πας; τον ρώτησε τούρκικα.

Με μεγάλα τρομαγμένα μάτια τον κοίταζε ο Γιωβάν, ξύνοντας το δεξί του μάγουλο, ύστερα το αριστερό, και με τον καρπό του χεριού του το μέτωπο του.

- Πού πας και σκαρφαλώνεις έτσι, παλιόπαιδο; τον ξαναρώτησε θυμωμένος ο Τούρκος.

Αμίλητος, σα σαστισμένος, τον κοίταζε ο Γιωβάν, ξύνοντας μια το δεξί του μάγουλο, μια τ' αριστερό και μια το μέτωπο.

- Δεν ξέρεις τούρκικα; ρώτησε άγρια ο χαμάλης. Ο Γιωβάν δεν αποκρίθηκε.

Ο καποτραίνος περνούσε αμέριμνα παρακάτω. Τον φώναξε ο Τούρκος.

- Κοίταξε δω, του είπε, ένα ανήλικο που δεν καταλαβαίνει γλώσσα. Εσύ ξέρεις βουλγάρικα... μήπως σε καταλάβει εσένα...

Ο Γιωβάν κοίταζε τον καποτραίνο με τα ίδια τρομαγμένα μάτια. Με καλοσύνη ρώτησε αυτός βουλγάρικα:

- Είσαι Βούλγαρος;

- Ναι... μουρμούρισε στην ίδια γλώσσα ο Γιωβάν.

Και αργά έξυσε το δεξί του μάγουλο, ύστερα το αριστερό και πάλι το μέτωπο. Τα μάτια του καποτραίνου άστραψαν. Γύρισε στο χαμάλη και του είπε τούρκικα.

- Μοιάζει κουτός και τον τρόμαξες. Άφησε να του μιλήσω στη γλώσσα του.

- Κάλλιο εσύ παρά εγώ, του είπε αγαθά, σείοντας το κεφάλι του ο Τούρκος.

Και τράβηξε στη δουλειά του. Ο καποτραίνος είπε βουλγάρικα, εξακολουθώντας τάχα αμέριμνα την εξέταση του μικρού:

- Πού θες να πας;... Τι γυρεύεις εδώ;

Ο Γιωβάν τον κοίταζε, και φοβισμένα έτριψε πάλι το δεξί και το αριστερό μάγουλο του, και ύστερα το μέτωπο, σα χαζό ξαφνισμένο παιδί. Βιαστικά, κρυφά, με το δείχτη του χεριού του, έκανε και ο καποτραίνος τις ίδιες κινήσεις. Κι ελληνικά είπε χαμηλόφωνα του Γιωβάν:

- Τρέχα πέρα από τη γραμμή, πίσω από τη σκευοφόρο...

- Ποια; ρώτησε επίσης ελληνικά ο Γιωβάν.

- Τούτο δω το βαγόνι που έχει τα σεντούκια... και περίμενε με...

Τρεχάτος έφυγε ο Γιωβάν. Σε λίγα δευτερόλεπτα, από ένα άλλο βαγόνι πήδηξε χάμω, στο άλλο μέρος της γραμμής ο καποτραίνος, βρήκε τον Γιωβάν, που είχε τρυπώσει πλάγι στη σκευοφόρο, και αφού βεβαιώθηκε πως ήταν μόνοι, τον πλησίασε βιαστικά.

- Από πού έρχεσαι; ρώτησε χαμηλόφωνα:

- Από το Ζορμπά, αποκρίθηκε ο μικρός.

- Η κυρία Ηλέκτρα; έκανε ο καποτραίνος.

- Ναι!

- Γράμμα;

- Ναι!

- Δώσε, γρήγορα... Κρύψου στις ρόδες... Βγάλ' το κρυφά...

Άψε σβήσε, ο Γιωβάν είχε βγάλει το φάκελο από τον κόρφο του και τον έριξε χάμω. Έσκυψε ο καποτραίνος, τάχα πως κάτι βλέπει στη ρόδα, το μάζεψε, το έχωσε μέσα στο μανίκι του και ξανασηκώθηκε.

- Γενικό Προξενείο; μουρμούρισε.

- Δεσπότης... αποκρίθηκε ο Γιωβάν.

- Καλά. Μείνε δω. Φεύγει το τραίνο. Ύστερα τραβάς το δρόμο σου. Χαιρετίσματα στην κυρία Ηλέκτρα, πες, από τον Χρήστο... ξέρει...

Και με γρήγορα βήματα ξανανέβηκε σ' ένα βαγόνι, και σχεδόν αμέσως έφυγε το τραίνο. Από το χώμα όπου είχε καθίσει ο Γιωβάν, κοίταζε το πήγαινε κι έλα του σταθμού. Σε λίγο όλοι είχαν σκορπίσει, ταξιδιώτες και υπάλληλοι. Τότε σηκώθηκε κι εκείνος, πέρασε πέρα από το σταθμό και βγήκε στον πατημένο δρόμο. Τρεχάτος έφθασε στην αμαξωτή γέφυρα. Ο ήλιος βασίλευε. Ο Αποστόλης τον περίμενε στο δρόμο. Ήταν μόνος.

- Τα κατάφερες; ρώτησε.

- Ναι!

- Σε ποιον το έδωσες;

- Είπε να πω της κυρίας Ηλέκτρας χαιρετίσματα από τον Χρήστο.

- Καλά! Έπεσες στον πιο ξυπνό. Αυτός πάντα τα βγάζει πέρα και τις πιο δύσκολες δουλειές τις καταπιάνεται και όλα τα καταφέρνει.

Χαρούμενα έδωσε μια σβερκιά του Γιωβάν.

- Είδες που φοβούσουν, κουτούκι; Εγώ το ήξερα πως θα τα καταφέρεις, είπε. Και τώρα, δρόμο.

Βιαστικά πήγαιναν τα δυο παιδιά στον ερημικό κάμπο κατά το Ζορμπά. Έφθασαν νύχτα. Η πόρτα του σχολείου ήταν ξεκλείδωτη, η κυρία Ηλέκτρα τους περίμενε. Στο τραπέζι της κουζίνας, δυο κουπάκια, πιάτα και ψωμοτύρι ήταν στρωμένα, και στη φουβού άχνιζε ένα μπρίκι καφές. Καθίσετε ν' ανασάνετε, ξεκουραστείτε, πιέτε ένα γάλα, να, πήγα μόνη μου και το πήρα από το χωριό. Και ύστερα μου τα λες, Γιωβάν, είπε στ' αγόρια. Ήταν συγκινημένη και χαρούμενη. Είχε ξανάρθει η καρδιά της στη θέση της σαν τους άκουσε να φθάνουν και της είπε ο Αποστόλης: «Ο Χρήστος σε χαιρετάει». Γιατί ήταν ριψοκίνδυνο να εμπιστευθεί τέτοια σπουδαία δουλειά σε τόσο μικρό παιδί, το ήξερε. Μα στις δουλειές που καταπιάνουνταν αυτή, αν δε ριψοκινδύνευε κιόλα, θα γίνουνταν ποτέ τίποτα;

Άκουσε τη διήγηση του Γιωβάν, που έξυνε πάλι το δεξί του μάγουλο, ύστερα το αριστερό, και τελευταίο το μέτωπο του, αναπαραστώντας τη σκηνή με τον Τούρκο, τάχα πως δεν καταλάβαινε τούρκικα και ήταν τρομαγμένος.

- Δεν ήξερα αν ήταν αλήθεια Τούρκος, της εξήγησε. Μα αυτός δεν απαντούσε στο σημάδι μου. Και σαν ήλθε ο άλλος, και, με το δάχτυλο, γρήγορα έκανε σαν και μένα... χάρηκα πολύ, κυρία Ηλέκτρα... Γιατί φοβούμουν μη φύγει το τραίνο πριν με καταλάβει κανένας. Τώρα ξέρω. Άλλη φορά θα τα καταφέρνω καλύτερα.

- Και τώρα τα κατάφερες καλά, είπε τρυφερά η δασκάλισσα. Και σκύβοντας, έριξε ένα φιλί στ' αχτένιστα μαλλιά του.

- Και τα ρούχα σου τα κέρδισες, πρόσθεσε γελαστά. Ξετύλιξε ένα στρώμα, που είχε κατεβάσει από το πατάρι, και έστρωσε σεντόνια και κουβέρτες.

- Γδυθείτε και κοιμηθείτε εδώ και οι δυο, τους είπε. Θα κλειδώσω και θα πλαγιάσω κι εγώ, και αύριο τα ξαναλέμε.