Σε ξενητεμμένο πουλί

Σὲ ξενητεμμένο πουλί
Συγγραφέας:


- Πουλί μου πόθεν ἔρχεσαι; μοῦ φαίνεσαι σὰν ξένο
καὶ σὰν νὰ γνωριζώμαστε, πουλάκι ἀγαπημένο·
κἄπου σὲ εἶδα, σ' ἄλλη γῆ καὶ σ' ἄλλα, σ' ἄλλα μέρη,
στοῦ ἥλιου τὸ ξεφάντωμα, στ' Ἀπρίλι τὸ λημέρι.
Μὴν εἶσ' ἀπ' τὴν Πατρίδα μου; μὴν εἶσ' ἀπ' τὴν Ἀθήνα;
Ἔχεις τὴν στάσι εὐγενικὴ καὶ στὴ ματιά σου ἀκτῖνα...
- Κ' ἐγὼ σὲ ξεύρω· ἔχομε τὰ δυό μας μιὰ πατρίδα·
πόσαις φοραὶς κατάχλωμο στὴν ἐξοχή σὲ εἶδα,
στὸ περιγιάλι, στὸ βουνό, στὸ κοιμητῆρι πέρα,
στὴν πλάκα ποὺ ἐσκέπασε τὸ γέρο σου πατέρα...
Θυμᾶμαι· ἔκλαιγες ἐσὺ κ' ἐγὼ ἐτραγουδοῦσα
μέσα σὲ φύλλωμα ἰτιᾶς γιὰ ἐδική σου χάρι,
κ' ἐγλύκαινα τὸν πόνο σου γιατὶ σ' ἐσυμπονοῦσα·
μιᾶς μάνας εἴμαστε παιδιά κ' ἑνὸς δεντροῦ κλωνάρι!
- Πουλί μου, δὲν λησμόνησα τὰ μέρη πὤχω κλάψει·
καλὰ θυμοῦμαι τὴ πτωχὴ καρδιὰ ποὺ ἔχω θάψει...
Ὅμως ἐσὺ πῶς ἄφησες τὰ πράσινα λιβάδια,
κ' ἦλθες στὴ γρυνιασμένη γῆ καὶ στ' ἄλυωτα σκοτάδια;
Σύρε, πουλί, χειμώνιασε, μὴν εὕρῃς ἐδῶ μνῆμα·
κρῖμα στὰ δυό σου τὰ φτερά, στὰ δυὸ φτερὰ σου κρῖμα.
- Μνῆμα ζητῶ κ' ἦλθα γι' αὐτὸ στὴ γῆ τὴν παγωμένη·
κάτω ἐκεῖ ζῇ καὶ νεκρός... ἐδῶ κανεὶς πεθαίνει.
- Γιατί, γιατί, πουλάκι μου, στῆς νειότης σου τὴν ὥρα
γυρεύεις τάφο ἔρημο στὴ μαύρη τούτη χώρα;
Κι' ἀνίσως χάρο ἐπιθυμῇς, κι' ἂν τάφου θέλῃς στρῶμα,
δὲν προτιμᾷς νὰ κοιμηθῇς σ' ἀγαπημένο χῶμα,
νἄχῃς στὸ πλάϊ ἀδελφό, μανοῦλα στὸ πλευρό σου
καὶ νὰ μυρόνῃ πασχαλιά τὸ ὕστερ' ὄνειρό σου;
Πᾶμε νὰ φύγωμε, πουλί, ὁ χάρος πρὶν μᾶς νοιώσῃ·
κι' ἂν ἔχῃς πίκρα θὰ διαβῇ· περνᾷ κι' αὐτὴ ἀκόμα...
Μι' ἀκτῖνα τοῦ πατέρα μας τοῦ ἥλιου θὰ μᾶς σώσῃ
καὶ θενὰ πάρωμε ζωὴ στῆς μάνας μας τὸ χῶμα!