Σε νέας λύρας κόρδες
Συγγραφέας:


Βουλή μου ήρθε και όρεξη σε νέας λύρας κόρδες,
να κρούξω μέλος χωριστό και με νηχόν καινούργιο
να τραγουδήσω περισσούς από τους στοχασμούς μου,
την πλήξη διασκεδάζοντας σ΄αργού καιρού τις ώρες.
Δεν έχω τάχατε σκοπό κι επίδειξη φροντίδα
να δείξω τέχνη ποιητή και φιλοσόφου μέτρα·
αλλ΄ ας έρθούν αστόλιγες κι απλές με την ολότη
θα παρατήσω θαρρρετά του νου μου τις ιδέες.
Αν όμως τύχει και τινάς ακούσει τη φωνή μου,
ας μη βιαστεί παρακαλώ να δώσει μαύρη ψήφο.
Της καστανιάς το ΄πωρικό να πρωτοιδείς, τραβιέσαι
και φαγουλό δεν το θαρρείς από την ασκημιά του·
αλλ΄ αν με νου προσεχτικό, με χάρη περιέργειας,
απλώσεις, φθάσεις στο δεντρί, το κάστανο τρυγήσεις,
το γδύσεις οχ΄ τα ξώτσεφλα, τ΄αγκαθερό του ντύμα,
με θαυμασμό θα ιδείς γυμνό το μυγδαλένιο σούμπρο
και στη ειδή παράμορφο και νόστιμο στη γέψη.
Δεν προσπαθώ να παινεθώ, μηδέ φιλοτιμιούμαι
να σύρω ξένες ακοές και ν΄αποχτήσω χάρη,
μον΄είναι απλός μου στοχασμός οπού περνά οχ το νου μου,
και οχ τους πολλούς οπού θα ειπώ ας είναι και τούτος ένας,
πως όχι πάντοτε και απλώς από την πρώτη όψη
του κάθε είδους ημπορείς να κρίνεις και τα μέσα.
Το άνθι οπού την όρασι με τις βαφές μαγεύει,
δεν αναδίνει πάντοτε γλυκάδαν ευωδίας,
μηδέ τα μαύρα τσίνουρα, το πρόστυχο αχειλάκι,
υπόσχονται και ειλικρινή γιομάτα σπλάχνα στήθια.

Αλλ΄ έπιακα τη λύρα μου κι επήρα το δοξάρι
και το τραγούδι αρχινώ με τη φωνή γιομάτη·
πολύς και μέγας θόρυβος και ταραχής βαζούρα,
στο νου μου μέσα αχολογάει και τη φωνή μου πνίγει,
χοροί απείρων στοχασμών απανωτοί πλακώνουν,
με βιάς μεγάλης δύναμης χτυπάν τη φαντασία μου,
και από των πρώτων την ορμή προτού χαμαναθήλω
προφθαίνουν άλλου παρευθύς και άλλοι δίχως τέλος.
Φαντάξου μάκρος αμμουδιάς σ΄ακρογιαλιά μεγάλη
και πέλαγος αόρατο βαθιά ανακατωμένο
από ανέμου ταραχή, συγνεφιασμένου νότου,
πως τα βαριά του κύματα αμπώνουν ένα τ΄ άλλο
και πριν το πρώτο αποσυρθεί κατόπι τ΄άλλο φτάνει,
αναχτυπιούνται, υψώνονται και τον αφρό τους σμίγουν,
έτσι κι εμένα πολιορκάν διαλογισμοί τη γνώση
και που να βάλω την αρχή και που να βάλω τέλος;

Ακλούθα, λύρα, ν΄αντηχείς στου δοξαριού τους χτύπους.
Τι θέατρο μαγευτικό ξανοίγεται μπροστά μου,
τι αίστησες ηδονικές γλυκά με γαργαλίζουν!
Πλατύς μεγάλος ουρανός, αχτινοβόλος ήλιθος,
που τον λαμπρύνει ημερινός, τη νύχτα στολισμένος
απ΄αστρα αναρίθμητα κι απ΄ άστατο φεγγάρι,
γη χωρισμένη σε βουνά και σε υγρά πελάγη,
από δασόφυλλα δεντρά με ποταμούς αιώνιος·
μορφές ποικίλες ζωντανών εις της στεριάς την όψη,
μες στα βαθιά της θάλασσας στον αλαφρόν αέρα.
Κοιτάζω το τριαντάφυλλο, το κόκκινό του χρώμα
και του σεμνού καρούφαλου η μυρωδιά με ηδύνει·
νιώθω το μέλι το γλυκό κι ο ζέφυρος με κρούει
χαϊδευτικά στο πρόσωπο με τις γλυκιές του αύρες.
ακούω το μουρμούρισμα της κρυστελλενιας βρύσης·
..................................................

ανθί, αχολογάει, βιά, κραίνω, κρούω, μήγαρ. στοχασμός κ.α.είναι χαρακτηριστικές λέξεις που συναντάμε αργότερα στο Διονύσιο Σολωμό.