Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

— Βάδι ἀλ διάβολο!

Ἔπειτα δὲ πορευθεὶς πρὸς τὴν θύραν τοῦ παρακειμένου δωματίου, τῇ ἔδωκεν ἓν λάκτισμα, καὶ ἠνοίχθη.

Β.

Εἰς τὴν φλιὰν τῆς θύρας ἐστάθη ὁ συμβολαιογράφος, καὶ ἐσταύρωσε τὰς χεῖρας. Τὰ δίοπτρά του, τοὺς τηλεγράφους τούτους τῶν αἰσθημάτων του, τὰ εἶχεν ὑψώσει εἰς τὸ μέτωπον, καὶ ἀκάλυπτοι ἔπιπτον οἱ κεραυνοὶ τῶν βλεμμάτων του ἐπὶ δύω ἀτόμων καθημένων ἐπὶ τῆς ἐξέδρας. Ὡραία νεάνις, γλαυκοὺς ἔχουσα ὀφθαλμοὺς, τὴν κόμην ξανθὴν, καὶ μελαγχολικὴν τοῦ προσώπου τὴν ἔκφρασιν, ἔψαλλε μὲ γλυκεῖαν φωνὴν, ἐρωτικῶς ἀτενίζουσα κατὰ μέσους τοὺς ὀφθαλμοὺς νέον ὅστις προπετῶς καὶ ἀσχημόνως κατέκειτο μᾶλλον ἢ ὅτι ἐκάθητο πλησίον αὐτῆς, καὶ συνώδευεν αὐτὴν διὰ τῆς φωνῆς καὶ διὰ τῆς κιθάρας.

— Πῶς σὲ φαίνεται, κάρα, τοῦτο τὸ σὸλ διέζις; εἶπε διακόπτων τὸν κιθαρισμόν. Ἀπὸ τὸν Ταμπουρίνην τὸ ἔμαθα. Ἡ πρίμα δόνα ἀσσολούτα εἰς τὸν Σὰν Κάρλον τῆς Νεαπόλεως ἔχασε τὸν νοῦν της ὅταν τὸ ἤκουσε, καὶ ἀπὸ τότε ἄλλο ὄνομα δὲν ἤθελε νὰ μὲ δώσῃ, καὶ μὲ ὠνόμαζε πάντοτε Σὸλ διέζις.

Τὴν στιγμὴν δὲ ταύτην ἀνακαλύψας τὸν συμβολαιογράφον εἰς τὸ σκότος τῆς θύρας ἱστάμενον,

— Αἴ! καλησπέρα, σιὸρ Τάπα, τῷ εἶπε. Κρίμα, δὲν ἐπρόφθασες ν' ἀκούσῃς τὸ περίφημον σὸλ διέζις μου. Ὅμως ἀπόψε ᾑ σεκατούραις ξώρας σ' ἐξεφορτώθηκαν.

Ἡ ἀφεντιά σου πολλὰ 'νωρὶς μοῦ κόπιασες, εἶπε σκυθρωπῶς ὁ γέρων.

— Νωρὶς λεγει; Νόστιμος εἶναι ὁ γέρο-πατέρας. Καὶ ξεύρεις ἀπὸ ποῦ ἔρχομαι; Ἀπὸ τοὺς Κορφοὺς κατ' εύθεῖαν γραμμήν! Σηκώνεις τοὺς ὤμους; Μὰ τὸν ἅϊ Γεράσιμον τὴν ἀλήθεια σὲ λέγω. Εἶναι δύω μῆνες ποῦ παρήγγειλα ἕνα περίφημον ἄλογον εἰς τὴν Μάλταν Τότ' ἐστοιχημάτισα μὲ τὸν ταγματάρχην Ῥεδκόατ καὶ τοὺς ὰξιωματικούς του νὰ τρέξουμε ἀπὸ τὸ Ληξούρι ὡς ταῖς Φαλακράδες, καὶ νὰ φθάσω προτήτερ' ἀπ' ὅλους πέντε λεπτὰ τοὐλάχιστον. Ἄν ἔχανα, ἐχρεωστοῦσα γεῦμα εἰς ὅλους τοὺς ἀξιωματικοὺς, ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκωνται. Δέκα ἡμέραις ἐπέρασαν ὁποῦ μ' ἔφεραν τὴν φοράδα· ὀκτακόσια σελίνια τὴν ἐπλήρωσα,... ἢ θὰ τὴν πληρώσω ὅταν ἔχω· Νὰ τὴν ἰδῇς γεροπατέρα, θὰ σ' ἔλθῃ νὰ τὴν φιλήσῃς εἰς τὸ στόμα, τόσον εἶναι ὡραία. Προχθὲς ἐτρέξαμε, κ' ἐπετοῦσεν ἡ δαιμόνισσα σὰν τὸν ἄνεμο. Κοντὰ εἰς τὸ χωριὸν ὅμως δὲν ξεύρω τὶ τῆς ἦλθε κ' ἐσηκώθηκεν εἰς τὰ δύω, καὶ μ' ἐπῆρε κάτω. Τότε ὁ σημαιοφόρος Ὅρσουϊπ μ' ἔφθασε καὶ μ' ἐπέρασε. Ἂν δὲν μ' ἐμπόδιζαν οἱ ἀξιωματικοὶ, εἶχα σηκώσει τὴν πιστόλαν νὰ τῆς χύσω τὰ μυαλὰ. Χθὲς λοιπὸν ἔδοσα τὸ γεῦμα εἰς τὸ Μεγάλο Βουνό· διὰ τοῦτο δὲν μὲ εἴδατε χθὲς τὸ βράδυ. Βάρβα Τάπα, ἢ ἀφεντιά σου ποῦ ξεύρεις τὴν ἱστορίαν, ἀπ' ὅταν ἐτράτταραν τὸν Ὀδυσσέα οἱ Φαίακες, τέτοιο συμπόσιο δὲν εἶδαν τὰ ἐπτὰ νησιά. Ἤπιαμε τοκάϊ ποῦ οὔτε τ' ὠνειρεύθηκεν ὁ παλατίνος τῆς Οὐγγαρίας.

— Μὲ ταῖς ὑγιαῖς σας, εἶπεν ὁ Τάπας μὲ φωνὴν μεψίμοιρον.

— ^αὶ τοῦτο δέν εἶναι τίποτε, ἐπανέλαβεν ό Γε- ράσιμος. ’Ο Ταγματάρχης Ρεδκόατ μέ τινας τῶν ἀ¬ ξιωματικῶν εἶναι εἰς ^έρκυραν. Χρεωστῶ λοιπόν γεῦ¬ μα καὶ εἰς ἐκείνους· καὶ ἑπομένως ἐναύλωσα γολέτταν, τὴν έφόρτωσα γλυκίσματα καὶ κρασιὰ, καὶ τὴν εἶχα καὶ μας έπερἰμενε μέ τὴν άγκυραν άπικο εἰς τὸ Μεγάλο βουνόν ένῶ ἐτρώγαμεν. Καθὼς ἐτελείωσε τὸ συμποσίου άπεχαίρέτησα τοὺς φίλους μου, άνέβην εἰς τὸ πλοῖον, καὶ άνοίξαμεν τὰ παν1ά. Ἀλ^,ὰ δύω ἡ¬ μέρας δέν εἶχον ἰδεῖ τὴν Μαρίναν καὶ δέν τὴν εἶχον ἀπο- χαίρὴτεί. Τι κάμνω λοιπόν, ’Εν ῷ ὴ Γολέττα ἔ¬ καμνε σημεῖα καὶ χαίρετίσμοὺς εἰς τοὺς ἀξίωματίκοὺς, καὶ ἔστρεφε τὴν πρὼραν πρὸς τὴν Κέρκυραν, ἐγὼ, βοη-.- θούμενος ἀπὸ τὸ λυκαυγἐς. ἐμβῆκα εἰς τὴν λέμβον, καὶ ὀπίσω εἰς τὸ Ἀργοςτόλίον.Πρὶν ξημερώση θὰ εἶμαι πάλιν εἰς τὸ μέγα πέλαγος. Τό γεῦμά μου θὰκάμη κρότον, γεροπατέρα. Ὅλαις αί ἐφημερίδες τῆς ’Επτα- νήσου θὰ ὡμίλουν δι’ αὐτό, ὰν ὴ ’Επτάνησος εἶχεν ἐφημε- ριδας. ’Εκεῖναί τῆς Νεαπόλει ενα μῆνα εἶχαν νὰ κά- μουν μέ τὸ πρόγευμα όποῦ ἔδωκαεἰς τὴν Ηομπηίαν, διό¬ τι έστοιχημάτισα μ’ ενα Ἀγγλον ὰν ὴ λαμπρότης τοῦ προσώπου τῆς κομπριμάρίας ἦτον φυσικὴ ὼς ὴ τοῦ ὴ- λίου, ή δανεὶα ὼς ὴ τῆς σελήνης. --- Μαρίνα, πήγαινε, κόρη μου, νά φροντἰσης τὸ δεῖ- πνον, εἶπεν ό Τάπας. Ἀφ’ οὗ δέ ὴ νέα έξῆλθε, -— ^εφάντωσες γ1αμὰ ς’ τὴν Νάπολί, σίὸρ Ι^όντε, ἐξηκολούθησεν ἀποτε.νόμενος πρός τὸν Γεράσίμον. -— Ἀκοῦς λέγεί^-—Περνοῦσα ζωὴ ὰθάνατη. Καὶ ἀφ’ οὗ περνοῦσες ζωὴ ὰθάνατη, δέν μοῦ λές, νὰ σέ χαρῶ, γ^ατὶ ἔφυγες καὶ τὴν άφησες, Ι^αὶ ταῦτα λέγων ό συμβολαιογράφος δίάστελλε σαρδονίκῶς τὰ λεπτὰ χείλη τοο. Τφυγα, Κύριε Τάπα, ἔφογα . . . ποῦ νά σέ τὰ λέγω , ^υγα διότι αἰ ἀρχαί μου δέν έσυμβίβά- ζοντο μέ τὰς ἀρχὰς τῆς άστυνομίας τοῦ Βασιλέως τῆς Νεαπόλεως. ’Ημουν λίμπεράλες ἐκεῖ, καὶ οἱ ὑπουργοὶ μέ ὐπώπτευαν. ’Ηθέλησαν νὰ μέ φυλακίσουν ὼς καρ- βονάρίν. Νὰ μέ φυλακίσουν^ Σερβίτὸρ οὐμίλίσσίμο ^ Δέν εἶμ’ ὰπ ἐκείνους ποῦ φυλα^ίζονταί. ’Εσύντρίψα τὸ κλωβὶ, καὶ ς’ φωλ1ά μου ὀπίσω πέταξα. —- Αεβέτνης γ^αμά ^ ἔκαμες γνωστίκὰ, σίνίὸρ κόν- τε. Ιίαὶ πῶς δέν κάθησες ς’ τὴν φωλιά νά κλοτήσης τ’ αόγά σου, δέν μέ λές, μὸν δελόγγο πῆρ^ς πάλίν ἀλλοῦ τὸ φὗσημα- Μὰ ξέρείς καὶ τ άλλο , Μόλις ἔφυγες, καὶ τὸν Βοράτη τὸν πόβερο τὸν κλέψασιν τὴν κασσέλα μέ όλο τὸ β1ός του, καὶ τὸν ἀφήσασι φάντε βαστοὐνη. Τὸ άκουσες, σίνίὸρ κόντε, ἐκε^ό. — Τὶ καὶ ὰν τὸ ἤκουσα - εἶπεν ό κόμης μετ’ ἀνυ¬ πομονησίας. Μήπως εἶμ’ ἐγὼ φὗλακας τῆς κασσέλας τοῦ σιόρ Βοράτη , Γὶάσου γ^αμάΙ γ1άσου, σίὀρ κόντε^ Παλαιὰ κουβέντα μοῦ ^ίζείς. ’Ετουτα εἶπε κ’ ό γέρο- Κάὶν μ.^ὰ βολὰ γ1ὰ τον ἀδερφό του. Μὰ δέ μέ λές, μίο κάρο, τ εἶναι τώρα οὶ λογίσμοί σου , Ηῆγες σ’ τὴ Νάπολι, σ’ ἔῤῥιψαν ς’ τὴ φυλακή γ1ατὶ ησουν φιλελεύθερος· ἦλ- θις ὀπίσω, κ’ ἔφυγες δέν ἠξεύρω γ^ατὶ, οταν έκλεψαν, ξέρείς, τὸν σίόρ Βοράτη .... — Πῶς ·, τὶ σημαίνεί ^τ^ῦτ^· ἀνέκραξεν όργίζό- μενος ό Γεράσί^^^^