Ὄχι, Πατέρα, τἅγιο θέλημά σου,
Ὅπως ’ς τὰ οὐράνια, ἔτσι ἐδῶ κάτω ἂς γείνῃ,
Καὶ τούτη μου ἡ ψυχὴ, ποὔνε πνοή σου,
Ἐμπρὸς ’ς ἐσὲ ταπεινωμένη ἂς μείνῃ·
Ἱκέτευσα κ’ ἐγὼ, σὰν οἱ πιστοί σου,
Τὸν ἄγγελο τοῦ ἐλέους Σου, νὰ μὲ φέρῃ
Τὰ μῦρα νὰ ὀσφρανθῶ τοῦ Παραδείσου....
Σήκωσες ἀπὸ μᾶς τἅγιό Σου χέρι!
Κ’ ἡ συμφορὰ ἐστυλώθη ’ς τὴν καρδιά μας
Κ’ ἔμπηξε μέσα δίστομο μαχαῖρι.
Ἐπλάκωσε βαρειὰ τὴν κατοικιά μας,
Κ’ ἦλθε βρεμμένη, ἀπ’ ἄλλο ξένο δάκρυ
Νὰ ζεσταθῇ ’ς τὰ μαῦρα σωθικά μας.
Τῆς γῆς καὶ τῶν ἀστέρων κάθε μάκρη
Ἐμετρήθη, κ’ ἐγὼ δὲν θὰ ἠμπορέσω
Νὰ βρῶ ἀπὸ τέτοια βάσανα τὴν ἄκρη;...
Καὶ ποῦ νὰ πάω γονατιστὴ νὰ πέσω,
Μάννα μου, πές μου, ποῦ νὰ πάω ἡ καϋμένη,
Τὸ φῶς, γιὰ σὲ, τὸ φῶς νὰ ἐπικαλέσω;
Εἶνε γιὰ μᾶς ἡ γῆ φαρμακωμένη·
Ὁ Χάρος μᾶς μισεῖ.... μᾶς παραιτάει....
Ψευτιὰ τὰ πάντα, αἰσχρὴ, ξεγυμνωμένη....
Ἡ ἀπελπισία κι’ ὁ πόνος ἀποσπάει
Τέτοια ἀπ’ τὰ χείλη τῆς καλῆς Χρυσούλας,
Ποῦ μὲ δάκρυα ’ς τὴ μάννα της κινάει.
Ὡσὰν ἀχτῖνα τὸ φιλὶ τς αὐγούλας
Τώρα λὲς ποῦ ζωὴ θέλει νὰ δώσῃ
’Σ τὰ μάτια τὰ νεκρὰ τῆς Διαμαντούλας.
Ἀλλοίμονον θνητέ! ποιὸς ν’ ἀποδώσῃ