Γιὰ νὰ μὲ κλαῖνε πλάσμα σκλαβωμένο
Οἱ κάμποι, τὰ βουνὰ, καὶ τὰ λαγκάδια,
Σέρνω τσ’ ἀγάπης τὰ πικρὰ μοιράδια,
Ὅθεν ἡ μοῖρα μ’ ἔχει διωρισμένο!
Ὡσὰν ἐλάφι τρέχω λαβωμένο,
Κι’ ἄλλο ἐμπρὸς δὲν θωρῶ παρὰ μαυράδια·
Τὶ δὲν μοῦ δίνει ὁ Ἔρωτας τὴν ἄδεια
Νὰ ἰδῶ ἄλλο φῶς, ἀπὸ τ’ ἀγαπημένο.
Ἔτσι ’ς τὸ σκότος ἕνα ἡμερονύχτι
Ἀπέρασα ὁ βαριόμοιρος, καὶ τρέχω
Νὰ βρῶ τὸ φῶς, ποῦ μ’ ἔχει ἀποτεφρώσει.
Ἐπιάστηκα σὲ τέτοιο γλυκὸ δίχτυ,
Π’ ἀνίσως καὶ κἀνεὶς θὰ μὲ λυτρώσῃ,
Ἄλλη εὐτυχία ’ς τὸν κόσμο δὲν παντέχω!