Γιὰ τὸ φιλὶ τῆς αὔρας, ποῦ σᾶς δίνει,
Σὰν ἔρχεται μὲ σᾶς νὰ παιγνιδίσῃ,
Γιὰ τὴν δροσοῦλα, ποῦ ἡ καρδιά σας πίνει·
Ὅποιος εἶνε ἀπὸ σᾶς νἄχῃ γροικήσει
Τὰ χείλη της τὰ ῥόδινα ἐδῶ πέρα,
Ἢ νὰ τὴν εἶδε, ἂς μοῦ τ' ὁμολογήσῃ.
Ἂς μοῦ τὸ εἰπῇ, προτοῦ νὰ βάψῃ ἡ ’μέρα,
Ὀπίσω της νὰ τρέξω σὰν ζαρκάδι
Καὶ νὰ πάρῃ ἡ καρδιά μου ὀλίγο ἀγέρα,
Νὰ φύγῃ τοῦ προσώπου μου τ’ ἀχνάδι,
Γιατὶ εἶναι κρῖμα ὁ δόλιος νὰ καταίβω
Γιὰ δυὸ ματάκια ἔτσι γοργὰ ’ς τὸν ᾅδη.
Μὲ τὸ γλυκό της ὄνομα ν’ ἀναίβω
Ἀπὸ ταῖς ῥάχαις ’ς τὰ βουνὰ πετῶντας,
Κι’ ὅσα ἀγρίμια τ’ ἀκοῦν, νὰ τὰ ἡμερεύω.
ᾙ φλέβαις μου ν’ ἀνάψουνε γροικῶντας
Ἀπὸ μακρυὰ τὴν μαγικὴ φωνή της,
Κ’ ἐγὼ σὰ σπίθα, νὰ πηδῶ γελῶντας·
Νὰ ἰδῶ τὴν οὐρανία γλυκειὰ μορφή της,
Κ’ ἡ καρδιά μου, ποῦ ὁ Χάρος τὴν παγόνει,
Ἂς τὴν φλογίσουν πάλιν οἱ ὀφθαλμοί της.....
Σιωπᾶτε σεῖς, καὶ ποιὸς ἀπονεκρόνει
Τὰ μυστηριώδη χείλη, ὁποῦ δὲν κρένουν
’Σ αὐτὸν ὁποῦ ’ς τὸ μνῆμά του σιμόνει;
Ἐμπρὸς γιατὶ τὰ πόδια δὲν πηγαίνουν;
Ἀκόμη ἔχουν πολὺ νὰ περπατήσουν
Κι’ αὐτὰ βαρειὰ σὰν τὸ μολύβι μένουν!
Ἄγρια βουνὰ καὶ ῥάχαις θὰ μετρήσουν,
Σὲ λόγκους θὰ βρεθοῦν, ’ς ἐρμιαὶς θὰ βγοῦνε,