Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 81 


ΕΡΗΜΩΣΙΣ



ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ
Αʹ.


Ποιὸς εἶδε ἀπὸ τ’ ἐσᾶς τὴν Λυγερή μου
Πέστε μου ποιὸς, χρυσόφτερα πουλάκια,
Εἶδε τὸ φῶς μου, τὴν γλυκειὰ ψυχή μου;
Ψηλὰ πλατάνια, φουντωτὰ κλαράκια,
Περήφαναις ὀξειαὶς, χαριτωμένα
Δένδρα, φυτὰ, λουλούδια, χορταράκια.
Σεῖς, ποῦ τὰ πάθη μου ἔχετε ἀκουσμένα,
Ποῦ παίζαμε μαζῆ, κι’ ὁποῦ σᾶς ἔχω
Μὲ τὸ δάκρυ τς ἀγάπης ποτισμένα.
Πέστε μου σεῖς ποῦ νᾆνε αὐτὴ ποῦ τρέχω
Γυρεύοντάς τη ’ς τὰ βουνὰ ’ς τὰ δάση,
Πέστε μου, ποῦ νὰ πάω νὰ τὴν παντέχω;
Τρία μερόνυχτα μαῦρα ἔχει περάσει
Τ’ ἀδύνατο κορμί μου τὸ καϋμένο
Δίχως ὕπνο γλυκὸ νὰ δοκιμάσῃ·
Καὶ τὸ πικρό μου χεῖλι μαραμμένο
Τρεῖς μέραις καὶ τρεῖς νύχταις ἔχει μείνει,
Χωρὶς νερὸ νὰ τὤχῃ δροσισμένο.

—ΑΝΤ. ΜΑΝΟΥΣΟΥ, ΛΥΡΙΚΑ —