Ὤχ! τὴν καρδιά μου ποιὸς τὴν θεραπεύει
Ἀπὸ τ’ ἀγκάθι ὁπ’ ἄξησε, κι’ ἀρχίζει
’Σ τά σωθικά μου νὰ κουφοδρομίζῃ,
Καὶ τὸν πόνο στιγμὴ δὲν ἡμερεύει;
Ὅσο ῥιζόνει αὐτὸ, τόσο ἀγριεύει.
Μήπως ἰατρὸς σὲ τέτοια ζάλη ἀξίζῃ;
Ἡ μόνη, ὁποῦ τὴν θεραπεία γνωρίζει,
Εἶναι αὐτὴ ποῦ μὲ ζῇ, καὶ μὲ φονεύει.
Τρεῖς συλλαβαῖς, μία λέξι ἄς μοῦ χαρίσῃ,
Τὸ στόμα αὐτὸ τ’ ὡραῖο κι’ ἀγαπημένο,
Κ’ ἡ λαύρα τῆς καρδιᾶς μου εὐθὺς θὰ σβύσῃ!
Ὄχι, κάλλιο μὲ στῆθος πληγωμένο,
Νά τρέχω πάντα ἀνατολὴ καὶ δύσι,
Γιά νὰ μὲ κλαῖνε πλάσμα σκλαβωμένο.