Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 73 


Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ

Τὴν εἶδα χθὲς τὸ βράδυ
’Σ τὰ μαῦρα φορεμένη,
Σὰ νύχτα στολισμένη
Μὲ τἆστρα τὰ χρυσᾶ.

Τὸ θεῖο τὸ πρόσωπό της
Ὠχρὸ σὰν τὸ φεγγάρι,
Εἶχεν ἀγγέλου χάρι,
Γλυκάδα κι’ ὠμορφιά.

Τὰ δυὸ φτενά της χείλη,
Ποὖχαν τς αὐγῆς τὸ χρῶμα,
Εἰς τὸ μικρό της στόμα,
Τὰ μάραινε ἡ σιωπή.

Τὰ φτερωτά της πόδια,
’Λαφρὰ σὰν χρυσαλλίδα,
Νὰ τρέχουνε δὲν εἶδα
Χαρούμενα ’ς τὴν γῆ.