Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 7 





Γʹ.

Προβαίνεις, Μάϊ, ’ς τὴν γῆν ἀνθοφορῶντας,
Ὡσὰν παιδάκι ἀθῶο χαριτωμένο,
Ἀπ’ τὰ χέρια τοῦ Πλάστρου στολισμένο,
Kι’ ὁ κόσμος σὲ θωρεῖ χαροκοπῶντας.

Μόνος ἐγὼ πικρὰ μυρολογῶντας
Τὴν τύχη, ποῦ μὲ θέλει σκλαβωμένο,
Ψάλλω μὲ χεῖλι ἀχνὸ καὶ μαραμένο,
Ὅσα ἡ ψυχή μου αἰσθάνεται ἀγαπῶντας!

Μέσα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς μου, Μάϊ,
Ὁ Ἔρως, ὁ προδότης, ἕνα ἀγκάθι,
Πικρὸ, φαρμάκι, πάει καί μοῦ φυτεύει.

Τ’ ἀγκάθι αὐτὸ, μοῦ λένε, πῶς γεννάει
Δάκρυα πολλά, καὶ στεναγμοὺς καί πάθη·
Ὤχ! τὴν καρδιά μου ποιὸς τὴν θεραπεύει;