Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
59
ΤΟ ΜΑΝΤΕΨΑ
Ἄνθη ἀσημένια ὁλόχρυσα,
’Σ τ’ ἀρώματα πνιμμένα,
Ἐπέφτανε πλεμμένα
Ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ
’Σ τὴν κεφαλὴ τς ἀγάπης μου,
Κι’ αὐτὴ συστελλομένη
Τὴν βάσταγε σκυμμένη
’Σ ἐμένα τὸ φτωχό.
Ἐγὼ μαντεύω, ἀγγέλοι μου,
Αὐτὸ ποῦ σεῖς ζητᾶτε
Μὲ τ’ ἄνθη ποῦ σκορπᾶτε
’Σ αὐτὴ τὴν κεφαλή.
Σεῖς θέλετε τ’ ἀστέρια της
Νὰ γλυκοβασιλέψῃ,
Γιὰ νὰ μὴ σᾶς μαγέψῃ
Αὐτὴ ἡ λαμποκοπή.