Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 33 


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Σὲ νέφη ἀγνὰ, κατάλευκα
Καὶ διαφανῆ, ζωσμένα
Μὲ κρίνους μὲ τριαντάφυλλα,
’Σ τοὺς οὐρανοὺς κομμένα,
Ὕπνος ἀγγέλου ἐχάϊδευε
’Σ τ’ ἀφράτο αὐτὸ κλινάρι
Μὲ παραδείσια χάρι
Τὰ κάλλη σου, Θεά!

Τέσσερα ἀστέρια τρέμοντας
Ἐφύλαγαν τὴν κλίνη·
Ἕνα μικρὸ ’ς τὸ μέτωπο
Τ’ ἀθάνατο εἶχε μείνει,
Ποῦ ταῖς ζαφυροχρώματες
Ἀχτίναις του σκορπῶντας,
Φιλοῦσε παιγνιδῶντας
Τὰ μάτια τὰ γλυκά.