Ὅσαις φοραῖς ἀγκάλιασες
Ἀνατολὴ καὶ Δύσι,
Εἶδές ποτε ’ς τὴν φύσι,
Μονάρχη τοῦ φωτός,
Νὰ χύνουν δάκρυ ὁλόθερμο
Δυὸ μάτια ’πεθαμμένα;
Αὐτὸ κάνει εἰς ἐμένα
Ὁ Ἔρως ὁ σκληρός!
Τί ῥίχνεις ταῖς πολύτιμαις
Ἀχτίναις σου σιμά μου;
Μ’ ἀρνήθηκε ἡ καρδιά μου,
Ἀρνήσου με καὶ σύ.
Ὄχι, ποτὲ, τὸ δάκρυ μου
Δὲν θέλω ἐγὼ νὰ μάσετε.
Μακρυὰ ’πὸ μὲ! μὴ χάσετε
Τὴν θεία λαμποκοπή.