Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 17 


ΠΙΣΤΕΥΣΕ ΤΟ



Ὅσα χαρίζ’ ἡ ἄνοιξι
Ἄνθη, χρυσᾶ λουλούδια,
Τόσ’ ἄπειρα τραγούδια,
Ἂν ἦτο δυνατὸ

Νὰ ψάλω, περιγράφοντας
Μ’ ἀγγέλου μελωδία,
Τὰ μάτιά σου τὰ θεῖα,
Ὀλίγα ἤθελ’ εἰπῶ.

Μόλις, ψυχή μου, τὰ εἴδανε
Τοῦ ἡλιοῦ ᾑ χρυσαῖς ἀχτίναις,
Μαγεύτηκαν κ’ ἐκείναις
Ἀπὸ τὴν ὠμορφιά.

Ἐχθὲς τὸν ἥλιο ἐρώτησα,
Γιατ’ εἶσαι θολωμένος;
— Δὲν εἶδα, εἶπε ὁ καϋμένος,
Τὰ μάτια τὰ γλυκά.—