Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
 16 





ΙΒʹ.

Καθένας λέγει, ἀλλὰ κἀνεὶς δὲν ξέρει
Τὸν Ἔρωτα πῶς πρέπει νὰ ξεφύγῃ,
Ἀφοῦ τὸν βάλῃ σὲ στενὸ κυνῆγι,
Καὶ τὸν πληγώσῃ τὸ ἔμπειρό του χέρι.

Ἄλλοι ’ς τὸ ψάρι ὁποῦ πηδᾶ ’ς τὴν ξέρη
Ἢ ’ς τὸ πουλὶ, ποῦ ἀπ’ τὸν ἰξὸ θὰ φὐγῃ,
’Σ τὸ κλωνάρι ποῦ τ’ ἄδραξε ὅσο ἀνοίγει
Τὰ δυὸ φτερά του, τόσο τοῦ τὰ παίρει!

Ἀφοῦ καὶ μένα εἰς τὸ κοντὸ ἔχει βάλει,
Μὲ κώχαις πολεμῶ νὰ τοῦ ξεφύγω,
Ἀλλὰ νὰ γλύσω ἀνώφελα πασχίζω.

Τώρα μ’ ἔδειξε ἡ πεῖρά μου ἡ μεγάλη,
Τὸ πῶς τὴν βελοθήκη του ν’ ἀνοίγω,
Καὶ τὰ πικρά του βέλη νὰ τσακίζω.