Γιατί ὅσο τρέχω ἐμπρὸς χειροτερεύω
Καὶ τὴν ἐρμιὰ τοῦ δρόμου δὲν τελειόνω,
Ἀλλ’ ὅσο πάσχω ἐγὼ νὰ κορυφόνω
Τόσο μακραίνει ὁ δρόμος ποῦ θ’ ἀναίβω;
Μετανοιωμένος ἤθελε καταίβω,
Ἀλλὰ λογγιάζει ὀπίσω, καὶ δὲν σώνω
’Σ τὴν γῆ νὰ ξεσκεπάσω αὐτὸ τὸν κλῶνο,
Π’ ἀτέλειωτο ἐμπροστά μου τ’ ἀγναντεύω!
Νὰ μὴ σαλέψω ἀπέδω, ἂν μελετήσω,
Ὁ λόγγος ποῦ ψηλόνει ὀπισωθιό μου,
Μὲ σπρώχνει μετὰ βίας, καὶ μὲ κεντάει.
Μίαν ἐλπίδα γλυκειὰ μ’ ἀνηφοράει,
Καὶ βλέποντας ’ς τὸ πλάγι τὸν ἐχθρό μου,
Τὸ βῆμά μου πῶς νὰ τὸ σταματήσω;