καὶ κτίστου αὐτοῦ καταπατῶντας ἔφαγε. καὶ μὲ θανάτον ἀπέθανε. καὶ τὰ πλούτη οὗ θησαυροῦ σου εἶναι ἀκατάστατα, καὶ ὡσἂν τὸν κονιορκτὸν σκορπίζονται. ἡ συναναστροφή σου μὲ τοὺς ἀνθρώπους. καὶ τῶν ἀνθρώπων μὲ λόγου σου, εἶναι ματαιότης καὶ πλάνη. διὰ δὲ τὴν παλαιότητα τῶν χρόνων ὁποῦ ἔχεις, πολλὰ θαυμάζομαι. ἔστωντας καὶ νὰ εἶσαι τόσον πλαίος, καὶ ψεύστης, καὶ φονεὺς, πῶς ὁ Θεὸς σὲ ὑποφέρει, καὶ δέν σε καταστρέφει μίαν ὥραν προτήτερα. ὅμως μὲ τοῦτο ὁποῦ σε ὑποφέρει, τὸ πολυπλούσιον αὐτοῦ ἔλεος, καὶ τὴν μακροθυμίαν οὗ φανερώνει.
Ὢ ἄγνωστε καὶ μεταίοφρονε, πῶς μὲ λέγεις νὰ εἶμαι πλάνος καὶ ψεύδης; δὲν κητάζεις νὰ ἰδῆς καὶ νὰ γνωρίσης τὰ κάλλη μου δὲν θεορεῖς τὸν εὐπρέπειάν μου; δὲν ξανοίγεις τὰ ἀγαθά μου; δὲν στοχάζεσαι τὰ ξεφαντώς ματά μου καὶ τὰ χά ἰδία μου;
Βλέπω τὰ κάλλη, καὶ τὸν στολισμόν σου, ὣσἂν τὸν χόρτον, καὶ ὡς τὸ ἄνθος τοῦ χόρτου. καὶ τὰ ἀγαθά σου εἰς χείρας τῶν ληστῶν, καὶ εἰς τὰ δόντια τῶν σαράκων, ταῖς περιδιάβασείς σου σκόνιν καὶ καπνὸν, τὰ ὁποῖα μὲ μεγάλον ὄγνον εἰς τὸν ἀέρα ὑψώνουνται. καὶ εὐθὺς σκορπιζόμεν ὣσἂν νὰ μὴν ἦτον γίνονται.
Οὐαί σοι ἀσυλλόγιστε καὶ ξενόμυαλε (τί Λέγεις πῶς καταλαμβάνεις καλὰ τὰ πράγματα;) μὲ τί γνῶσιν καὶ μὲ τί λογαριασμὸν λέγεις τοιοῦτον λόγον; ἔλα βάλε εἰς τὸν νοῦν σου καὶ ἔπαρε λογαριασμὸν τοὺς βασιλεῖς, πῶς χαλοῦσι καὶ κτίζουσι πόλεις,