τὴν δύναμίν σου χάνεις τὴν ὅλην, ὅσην ἂν ἔχῃς. 600
βλέπε, υἱέ μου, μὴ συνταγῆς μηδὲ χαρίσῃς πρᾶγμα,
τὸ οὐκ ἔχεις ’ς τὸ χέριν σου, τό δὲν ἐξουσιάζεις,
τόν φίλον θεραπεύεις τον μὲ λόγον .......
καὶ φαίvεσ’ ἀνυπόληπτος, λογίζουνταί σε ψεύτην.
υἱέ μου, ἂν σ’ ἔθλιψεν ὁ θεὸς κ’ ἔχασες ἐδικόν σου, 605
μὴ βλασφημήσῃς εἰς θεὸν καὶ ἔχῃς πλεὸν τὸ κρίμα,
ὅτι ἐκεῖνος ἔχει τὸ πάλιν νὰ τ’ ἀντιμέψῃ.
υἱέ μου, βλέπε μὴ ποθῆς ν̀’ ἐπάρης διὰ λόγων
τὴν ἀφορμὴν καὶ ν’ ἀδικῇς εἰς τοῦτο . . .
βλέπε καὶ θάνατόν τινος μὴ τὸν παρακαλέσῃς, 610
νὰ ὑποτάξῃς τὸ πρᾶγμά του νὰ λάβῃς τ ’ ἐδικόν του ,
διότι ὁ θάνατος κοινὸς τῶν πάντων ἔνε, υἱέ μου,
καὶ λάχῃ κ’ ἔρθῃ κ’ εἰς ἐσὲν τὸ παρακαλεῖς ἄλλον.
υἱέ μου, κρῖνε πάντοτε ἐξ ὧν ξεύρεις ἀλήθειαν,
δι’ ἔχθραν, διὰ σκάνδαλον τὸ δίκαιον μὴ παρακρινῃς. 615
υἱέ μου, βλέπε, μὴ ποθῇς τοῦ κόσμου τούτου πλοῦτον·
τὸ γὰρ λογά0ιν φέρνει σε εἰς πολλὴν ἀντιμαχίαν
καὶ ζῆλον ὑπεράπειρον, μᾶλλον εἰς ἀδικίαν·
ἀμμὴ εἰς ὅσον σ’ ἔδωκεν ὁ θεὸς νὰ ὑποτάξῃς,
βλέπε νὰ ζῇς εἰρηνικὰ καὶ νὰ χαρῇς τὸν κόσμον. 620
υἱέ μου, ἂν ᾖσα1 πλούσιος κ’ ἔχῃς πτωχόν πλησίον,
μηδὲν τὸν ὑπερηφανῇς, μὴ τὸν καταφρονήσῃς,
διατί ἔνε πάνυ ἀδύνατος νὰ δικαστῇ μ’ ἐσένα.
υἱέ μου, εἴ τι ἔπταισες̀, ἂν ἔποικες καὶ φόνον,
σκόπησον τὴν γυναῖκάν σου μηδὲν τό ‘μολογήσης, 625
μὴ τύχῃ καὶ μαλώσης τὴν καὶ εἰς ἐσὲν χολιάσῃ,
καὶ βάλῃ σε εἰς κίνδυνον εὔκολα τοῦ θανάτου.
πρόσεχε, βλέπε ἀκριβῶς ὅλον μὴ κατακρίνῃς
εἰς πρᾶγμα τὸ ἐποίwι1ες, καὶ πάλιν πολεμεῖς τὸ.
μηδ’ ἀριθμήσῃς τί λαλοῦν τινὲς διὰτ ἐσένα, 630
ἡ πῶς διάγουσίν τινες ἢ πῶς διάγει ὁ κόσμος.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/46
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
—24—