ὅσον εἰς τό τὸν ἔλειψεν λυπεῖται καὶ γογγύζει.
ἂν δώσῃς τίποτε τινὰν, μηδὲν τὸ ὀνειδίσῃς,
μὴ χάσῃς καὶ τὸ δῶρόν σου καὶ τὴν εὐχαριστίαν, 375
καὶ ὁμοιάσεις γεωργὸν ἄπορον κατὰ πάντα,
ἀφότου σπείρη τὴν σπορὰν καὶ κλείσῃ τὸ χωράφιν,
ἐμπάζει τὰ χοιρίδια του καὶ σκάπτουν τὸ χωράφιν,
ἀποστερεῖται τὸν καρπὸν καὶ χάνει καὶ τὸν σπόρον.
τί δὲ ἐκέρδισεν λοιπὸν ὁ ἄτυχος ἐκεῖνος; 380
οὕτως ἐσὺ, υἱούτσικε, βλέπε τὸ τί σὲ λέγω.
ὅπου θυμóνεται πολλὰ κι ὀργίζεται μεγάλα
μόνος του γίνετ’ ἔξοικος καὶ μὲ τὸ θέλημάν του.
τὸ πῦρ τὰ ξύλα δαπανᾷ, θυμὸς δὲ τὴν καρδίαν,
παρασαλεύει λογισμοὺς, καταθολόνει φρένας, 385
θηρίον ἄγριον ποιεῖ τόν ἄνθρωπον ἐξαίφνης.
εἰς πάντας ἔχε καθαρὰν ὑπόληψιν, παιδίν μου.
ὅπου σὲ εἰπῆ μυστήριον κι ἐμπιστευθῇ σε λόγον,
μὴ τό φαυλίσῃς πρόσεχε καὶ μὴ τὸ φανερώσῃς,
καὶ κρίνουν σ’ ἀνυπόληπτον καὶ βαρεθοῦν σ’ οἱ πάντες, 390
ἄλλος οὐ μὴ σ’ ἐμπιστευθῇ, καὶ εἶσαι ὑβρισμένος.
ἀνδρὸς φρονίμου καὶ καλοῦ τῶν ἀσκοπήτων μέλει,
τὸν ἑαυτόν του νὰ κρατῇ παρέτοιμαν εἰς τοῦτα,
ὅταν τὸν ἔλθῃ τίποτες, νὰ τὸ βαστάζῃ ὡς ἄνδρας,
νὰ τὸ μεταχειρίζεται καὶ νὰ δουλαγωγῆται. 395
τὸν ἄρρωστον, τὸν λαίμαργον τίς νὰ τὸν θεραπεύσῃ,
καὶ τὸν μωρὸν ἂν δυστυχῇ τίς νὰ παρηγορήσῃ;
ὁ φρόνιμος ἂν δυστυχῇ, μόνος παρηγορεῖται
ὁ δὲ μωρὸς ἂν δυστυχῇ, παρηγοριὰν οὐκ ἔχει.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/38
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
—16—