ἕναν ἀφέντην εἴχαμεν, ἤμεθεν μετʼ ἐκεῖνον,
καὶ τὸ ψωμί του ἐτρώγαμεν, ἔπρεπεν πιστοσύνη,
ἀλήθεια καὶ ὑπακοὴν νὰ κάμωμε τʼ ὁρίσει·
ʼς τὴν θάλασσαν ἐπλέαμεν μετὰ πολλοῦ κλυδόνος, 525
καὶ ναύκληρον οὐκ εἴχαμεν νὰ κυβερνᾷ τὸ πλοῖον.
οὐδὲ πενέζην εἴχαμεν νὰ βλέπῃ τὸ τιμώνιν,
οὐδὲ καὶ ὁ ποδότας μας μαγνήτην νὰ βασταίνῃ,
οὔτε τρανὸς οὔτε μικρὸς ναύτης κανεὶς οὐκ ἦτον,
νὰ ξεύρῃ ἄστρα νὰ κρατῇ αὐτὴν τὴν τρεμουντάνα, 530
οὐδὲ τὸν πούσουλα νά ʼδῇ, τὴν θέσιν τοῦ ἀνέμου,
νὰ ξεύρωμεν τὸ ποῦ ʼμεθεν, ποίαν στράταν ὑπᾶμεν,
παγαίνομεν ἢ στέκομεν ὀμπρός τε ἢ ὀπίσω,
ὀμπρός τε ἔχομεν ξηρὰν καὶ ποὺ ἡ γῆς καὶ τόπος.
αὐθέντης ἠγανάκτησεν ἐκεῖνος ὁ ἐδικός μας, 535
ὅτι εἶχεν πρᾶγμαν ἄπειρον ἀπέσω εἰς τὸ καράβι,
εἶχεν καὶ τὴν γυναῖκάν του, υἱοὺς ἅμα καὶ νύμφας,
ἄλλα ψυχάρια μετʼ ἑμᾶς χιλιάδας οὐκ ὀλίγας.
καὶ μὲ τὸν γνόφον τὸν πολύν, τὴν ταραχήν ἐκείνην,
ὡσὰν ἐπέρασεν λοιπὸν ὁ μονασμὸς ἐκεῖνος 540
καὶ ἡ σκληρία ἡ πολλὴ, ἐπέρασαν ἡμέραις,
ἐσὲν ἀφέντης ἔπεψεν νά πᾷς νὰ ξεβιγλίσῃς,
ποῦ ʼμεθεν καὶ βρισκόμεθεν, καὶ ποῦ ʼνε γῆς καὶ τόπος.
καὶ σὺ ἀπελθὼν εἰς τὴν ξηρὰν ἔτρως γαδάρου ῥάχην,
καὶ σκόρφας ἀπογαλάκτισμα, στηθόπλευρον προβάτου, 545
ἔμεινες καὶ ἐξώ ʼμεινες, ὑπόληψιν οὐκ εἶχες,
οὐδὲ μαντάτο ἤφερες, ὡς κάμνουσιν οἱ δοῦλοι.
ὡς ἐβαρέθην τὰ πολλά, ἀνάμενέ σε λίαν,
ὡς εἶδεν ὅτι ἀπόμεινες, πολλὰ σοῦ ἐκατηράσθη,
ἐκατηράσθη σου πολλὰ ὁ αὐθέντης μας ἐκεῖνος, 550
ἔταξεν, εἶπεν νὰ σʼ εὑρῇ, πούπετα νὰ σὲ πιάσῃ,
νὰ σκίσῃ τὰ ῥουθούνια σου καὶ νὰ σὲ ξεγυμνώσῃ,
μαγλάβια νὰ σὲ δώσουσιν, σίδερα νὰ σὲ βάλουν,
κʼ εἰς φυλακὴν, κακότυχε, νά ζήσῃς, νʼ ἀποθάνῃς.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/217
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––195––