Ἐκεῖνα οὐκ ἐσίγησαν τὴν ὄχλησιν τὴν εἶχαν, 455
καὶ κουκουβὰς ἐστράφηκεν, ἐστάθην εἰς τὸ μέσον,
ἀνοιγοκλεῖ τὰ μάτια του - Χριστέ, καὶ πόθεν ἦλθεν;
καλὲ, καὶ ἐπεχείρησεν ὀρτύκιν νὰ ὑβρίζῃ.
τὰ μάτια του ἐκοκκίνισαν, „τάχα καλὰ σὲ βλέπω“,
τὴν κεφαλήν του ἔσεισε, ἄρχισε νὰ τοῦ λέγῃ. 460
„ὅταν στραφώ καὶ ἴδω σε, ὀρτύκιν, εἰς τὸν γάμον,
νὰ ᾖσαι μικροκέφαλον, ἄσκημον καὶ κωλάτον,
καὶ παρδαλοχρωμάτιστον καὶ μελανοποδάτον,
ὡς τὸ χαλάζι νὰ πετᾷς κι ὡς κούκουλον νὰ πέφτῃς,
καὶ τὰ κοπέλιʼ ἀμπελικῶν νὰ σὲ καταπατοῦσιν, 465
καὶ νᾆσαι πάντα δυνατὸν μυριοκαπνισμένον,
καὶ τὰ (πολλὰ) ταξίδια σου εἰς χαζαριὰ νὰ τἄχῃς,
ὑπάγω τοῦ νʼ ἀνασφαγῶ, ὑπάγω νʼ ἀποθάνω.“
καὶ τὸ ὀρτύκιν ἤρξατο, λέγει τὴν κουκουβάϊαν
„ἐμὲν τὰ λέγεις, κουκουβὰ, ἐμὲν τὰ λέγεις ταῦτα; 470
οἶδά σε καὶ ἠξεύρω σε πάλιν μὲ τὰ πολλά σου.“
„καὶ τί τὸ ξεύρεις, ὄρτυκε;“ ὁ κουκουβὰς τοῦ λέγει.
„ἠξεύρω σε, κακότυχη, ʼκ τὴν Ζαγορὰν ὑπάρχεις,
προτέρας σκλάβας κἄποιας ἐκ τὸ χωριὸν τῆς Ῥώμης,
καὶ τζουρουχεύουν τὸν παπᾶν, ἄτυχε, φεῦ τὸ κρίμα, 475
ἐποῖκεν σχῆμαν ὁ παπᾶς, ὑπάγει πρὸς τὸν ὄρθρον,
ἀπὸ τὸ χέριν σὲ κρατεῖ, ʼς τὸν νάρθηκα σʼ ἐμπάζει,
καὶ παπαδιὰν ἀληθινὴν ἐχειροτόνησέν σε.
ὡς τὄμαθεν ἡ παπαδιά ἐκείνη ἡ κυρά σου,
παραγκαθίζει, πιάνει σε, δαγκάνει σʼ εἰς τὴν μύτην, 480
καὶ κόπτει την καὶ ῥίπτει την, ἔμεινες κουτσομύτρα.
καὶ πάλιν ʼς τὸν ἐπίσκοπον ἐπαίρνει σε καὶ πάγει,
εἰς τὰ χωριὰ τῆς Ζαγορᾶς εἰς ὅλα σὲ πομπεύει,
καὶ μετὰ ταῦτα βάνει σε εἰς φυλακὴν ἀπέσω.
ἐποῖκεν σχῆμαν ὁ παπᾶς ταχὺ νὰ πᾷ να ψάλλῃ, 485
καὶ ʼξήλωσε τὴν φυλακὴν κι ἀφῆκέ σε καί ʼξέβης.
ἡ παπαδιὰ γυρεύει σε καὶ σὺ πάντα κρυβᾶσαι,
καὶ τὴν ἡμέραν κρύβεσαι, τὴν νύκτα πάντα τρέχεις.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/215
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––193––