κι αὐτὸ τὸ παλαιοφούστανο, τὸ φόρεις καπνισμένον,
κʼ ἐχαρβαλώθη ἀπάνω σου κʼ ἐσάπην ἐκ τὴν λέραν.
ἐκ τὴν ῥιχεὰν ἐξέβηκεν καπνὸς ἐκ τὴν κοιλιάν σου.
ὅταν ἀπάρξεσαι τὸ κρά, πάλιν τὸ κρὰ κραυγάζεις.
εἴχετε τάχα καὶ ʼνικὸν, ἐκουβάλειε τὰ καρβούνια 425
εἰς τʼ ἐργαστήριν τοῦ χαλκεᾶ, καὶ σὺ ἐπαρηκολούθεις.
οὐ μὴ τὸ λέγω ψέματα, οἱ πάντες τὸ θωροῦσιν·
ὅτι ὅπου εὕρῃς τὸν ʼνικὸν, ἐκεῖνον τὸ πουλάριν,
καθίζεις εἰς τὴν ῥάχην του καὶ τρῷς τὰ τραύματά του.
τὴν δʼ ἄλλην σου ἀνατροφὴν, κουρούνα ξερασμένη, 430
καὶ κλέπτρια μεσημερινοῦ, ἀδιάντροπη, βρωμοῦσα,
εἰ δὲν ἀφῆκαν καὶ λαρδὶν εἰς προβολὴν ἀπάνου,
νὰ μὴν χυθῇς καὶ κατεβῇς καὶ δάκῃς το καὶ φύγῃς˙
εἰ δὲ νὰ ʼποῦμεν, ἀδικεῖς μόνον τὸν τζαμαρδάρην,
ἀδικεῖς καὶ τὸν γεωργόν ὅταν τὸ φάβα σπέρνῃ˙ 435
ἐκεῖνος σπέρνει ὁ ταπεινός κʼ ὑπᾷ νὰ γεματίσῃ,
καὶ σὺ σωρεύεις φάβατα, κρύβεις εἰς ἄλλον τόπον,
καὶ παίρνεις καὶ τὸν σπόρον του, ἀλλότε τὸ ψωμίν του.
πῶς νὰ τὸ ʼπῶ καταλεπτῶς τὰ πολεμεῖς, κουρούνα,
ἀτζύπωτε, ἀδιάντροπε, ʼς τὸ ἕτοιμα καλεσμένη; 440
ἂν ἤσουνε ξενούτσικη, τοῦτο γὰρ καὶ συνέχει.
καὶ πῶς νὰ ʼπῶ τὰς πράξεις σου, κλέπτρια μεσημεροῦσα;
ἐμὲν ὑβρίζεις τὸ πτωχόν θλιμμένον τὸ τρυγόνιν;
θλιμμένον εἶμαι πάντοτε, παντὸς ὁμολογῶ το.
ὁπόταν ἔλθῃ κυνηγός καὶ πιάσῃ μου τὸ 'ταίρι, 445
εἰς δένδρον κάλλιστον χλωρὸν οὐ θέλω νὰ καθίσω,
οὐδʼ εἰς λιβάδαν καθαρὰν οὐδʼ εἰς δροσώδεις τόπους,
ἀμμὴ καθίζω πετρωτὰ, εἰς πέτραν στεφανέαν,
εἰς βουρκολέαν κάθομαι νερὸν θολὸν νὰ γέμῃ.
πίνω ἂν θέλω τὸ λοιπὸν καὶ πέτομαι καὶ κλαίω, 450
καὶ πάντοτε μυρολογῶ τὸ πάγγλυκό μου 'ταίρι.
καὶ σύ, βρωμοχνωτόμορφε, κουρούνα ξερασμένη,
περιγελᾷς καὶ μέφεσαι, ἐμέναν καταλέγεις,
τὸ ταπεινὸν καὶ θλιβερὸν ἀνόχλητον τρυγόνιν;“
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/214
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––192––