τὸν ἅγιον Γεώργην τάσσεται πουλίτσιν νὰ τὸν πάγῃ,
ἂν τὰ φυλάξῃ (τὰ πουλιὰ) μόνον ἀπὸ ἐσένα.
κʼ οὐκ ἐφοβήθης, ἄτυχε, ποσῶς τὴν ἀδικίαν,
οὐδὲ τὸν ἅγιον ποσῶς, κἂν νὰ μηδὲν σὲ σφάξῃ.
καὶ μένα τὸν ἱέρακα θέλεις νὰ μὲ διδάσκῃς, 390
τζανόπουλε, κακότυχε, μυριοκαταγνωσμένε,
ποῦ μὲ κρατοῦσιν βασιλεῖς, ῥηγάδες καὶ δεσπόταις,
αὐθένταις γοῦν καὶ θαυμαστοί ʼς τὰ χέριά τους ἄνω,
καὶ βλέπουν με καὶ χαίρουνται ἐμὲν καὶ τὴν ἀνδρειάν μου;
μὴ τρώγω ὡσὰν ἐσὲν, μωρὲ, πτῶμα καὶ κωλοσαύρας. 395
εὔχου τὸν γάμον τούτονε ὁποῦ ἔτυχεν καὶ στέκω,
κʼ ἐντρέπομαι τὴν ὄχλησιν, μὴ μὲ κατηγορήσουν,
ἀμμή, κὺρ λούπη, νἄμαθες τὸ μετὰ τίνα τἄχεις,
τζανόπουλε, κακότυχε, μυριοκαταραμένε,
ἂν οὐκ ἐψήλωσα πολλὰ κι ἀνήβην εἰς τὰ νέφη 400
καὶ χάλασα καὶ δῶκά σε καὶ φάνη σʼ ὅτι ἀστράπτει,
καὶ χάλασα τὸν νῶμόν σου, κατεχαρβάλωσά τον,
νὰ ποῖκα τὴν ὑπόληψιν καὶ τὴν θωριάν σου, λούπη.“
Ἀκόμη οὐκ ἐπλήρωσαν ταῦτα τὴν ὄχλησίν τους,
καὶ ἡ κορώνη ἤρξατο ὑβρίζειν τὸ τρυγόνιν. 405
„ἦλθες, τρυπανοῤῥούθουνη, τρυγόνα ξερασμένη,
μυρολογίστρια θλιβερὴ καὶ μυριοπικραμένη,
τὸ γοῦϊ πάντοτε λαλεῖς, τὸ γοῦϊ μουρμουρίζεις,
ʼς τὰ μοναξὰ νὰ κάθεσαι καὶ πάντα νὰ στριγγίζῃς,
ὁποῦ ʼφας καὶ τὸ 'ταίριν σου καὶ τὰ πουλιά σου ὅλα, 410
ἐκ τὴν κακήν σου τὴν καρδιὰν νὰ θλίψῃς καὶ τὸν γάμον;
ἐγείρου, φύγε, μίσεψε, ὕπαγʼ εἰς τὸ καθόλου,
μὴ ποίσῃς θλίψεις τὴν χαρὰν, τὸν γάμον τοῦτον θρῆνος.
καὶ τὸ τρυγόνιν θλιβερά λέγει πρὸς τὴν κορώνην
„εἰπέ μοι, κακομούσουρε, κουρώνη, τʼ εἶν τὰ λέγεις; 415
πικρόφωνε, κακόθωρε, μυριοατυχισμένη,
Αἰγύπτισσα μὲ τὸ μανδὶν, γυλοῦ μὲ τὸ καρκάλιν.
πάντως οὐ λέγω ψέματα, ἤξευρʼ οὖν πόθεν εἶσαι,
γυναῖκα καρβουνάρισσα ἀπό τό Μαῦρον Ὄρος.
ἡμέραν νύκτα τὴν ῥιχεὰν ἀνάσπας κʼ ἔκαυτές την, 420
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/213
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––191––