καὶ συ κομπόνεις, λέγεις τους, ὅτι κρυμμένα τἄχεις.
κι ὅπου καθήσῃς εἰς ἀκτήν, πάλιν εἰς ἀκρωτήρι,
σηκόνεις τὸ κεφάλιν σου καὶ πάλιν δείχνεις κάτω,
καὶ λέγεις ὅτι ἠστόχησα, οὐκ ἔνε ὁ τόπος οὗτος.
κʼ ἐγὼ οὐ λέγω ψέματα, οἱ πάντες τὸ θεωροῦσιν, 290
ὅτι εἶσαι τζαγγάρη υἱὸς τοῦ Πετσοκαταλύτου,
καὶ γὰρ κρατεῖς το τό σουβλίν ʼς τὸ στόμαν σου καὶ τρέχεις
καὶ τὸ κεφάλι σου νὰ σῇς ὅπουθεν καὶ ἂν ᾖσαι,
τοὺς χρεωφειλέτας νὰ γελᾷς, οὐκ ἔνε ὁ τόπος οὗτος,
καὶ πάντα τρέχεις καὶ γελᾶς, περπατεῖς καὶ διαβαίνεις. 295
καὶ μέναν ἐκατέκρινες, εἶμαι Μεσοθυνιάτης,
ὁκάποιας κακοῤῥίζικης καπήλισσας κοπέλι,
κι ἀπόθανεν ἡ μάννα μου καὶ πῆρα τὸ λογάριν,
καὶ πῆρα τὸ αὐτούπιν μου καὶ σεβαστόν ὁμοιάζω;
πάντες καὶ σένα ξεύρουν σε καὶ μέναν ἐγνωρίζουν. 300
κι ἅπαντα τὰ ʼποδήματα, τὰ ʼφόρεις κάθʼ ἡμέραν,
καὶ τὸ φουστάνιν τὄβαλες καὶ ἤσουν τοπικάρης,
ἄλλον ποτὲ τὴν ῥάχην σου οὐκ οἶδά το νʼ ἀλλάξῃς.
καὶ σὺ γελᾷς τὸ αὐτουπὶν καὶ σκιάδιν, τὸ μὲ δῶκεν
ὁ βασιλεὺς ὁ αὐθέντης μου καὶ πάντων τῶν ὀρνέων; 305
πάντως γὰρ ἒν καὶ ʼξάδελφος δεύτερος τοῦ πατρός μου,
κι ἂν ἐξειπῶ τῳ, ταπεινὲ, καὶ κόψουν τὴν οὐράν σου,
νὰ ποίσω τὴν ὑπόληψιν καὶ τὴν ἀπαιδευσιάν σου.“
κʼ ἐντράπηκεν ὁ ταπεινὸς ὁ παραγιαλίτης,
νὰ κρυβηθῇ ἐγύρευσεν, μήπως τὸν ἀτιμώσουν. 310
καὶ ὥρισεν ὁ ἀετὸς ὁ βασιλεὺς ὁ μέγας
καὶ τὴν οὐράν του ἀνάσπασαν, τὴν μύτην του τσακίζουν,
ὁρίζει κι ἀπολύουν τον νἄνῃ συμπαθημένος,
καὶ νὰ τὸν βλέπουν ἅπαντες καὶ νὰ τὸν κατακραίνουν.
Ἐκεῖνα οὐκ ἐσίγησαν τὴν ὄχλησιν τὴν εἶχαν, 315
κʼ ἡ πασιδόνα ἤρξατο, περιγελᾷ τὴν κίσσαν.
„εἰπέ, τραυλή, τραυλόγλωσση καὶ τραυλοκελᾳδοῦσα,
μελανομύτρια τζαμπεροῦ, ἀσχημοποδαροῦσσα,
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/210
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––188 ––