καὶ τώρα ὑβρίζεις, μέφεσαι ἐμέναν, ἀτυχίτη;
ἄκουσε, κακοτύχερε, φράρη βραχοδαρμένε,
ἐγὼ πουλία τὰ γεννῶ ἢ πάλε τʼ ἀναθρέφω,
ἐξέβησαν ἐπίσκοποι, ἔξαρχοι καὶ παπάδες, 255
καὶ παρβαριώταις κόπελοι, κοῦρκοι ἀπεσταλμένοι,
καὶ περπατοῦν εὐγενικά, παλατοαναθρεμμένα.
καὶ μέναν πάλιν, καρκατσᾶ, ἰδὲς τὸ τίς μὲ τρώγει,
καὶ βασιλεῖς καὶ δέσποιναις καὶ πάντες τῆς συγκλήτου,
καὶ ἡδονή μου ἐξαίρετος ἀπʼ ὅλων τῶν ὀρνέων. 260
καὶ σὺ τολμᾷς, ἀκτένιστε, καὶ μέναν κατακρίνεις;“
Καὶ ταῦτα οὐκ ἐσίγησαν τὴν ὄχλησιν τὴν εἶχαν,
καθὼς τὸ καταλόγιν τους ἐκράτειεν ἀκόμη,
παραγιαλίτης ἤρξατο ἀφασιανόν ὑβρίζειν,
καὶ λόγους ἐπεχείρησε τοιούτους νὰ τοῦ λέγῃ 265
„ὁποῦ σὲ βλέπει, ἀφασιανέ, ὅτι φορεῖς τὸ ῥοῦχον
αὐτὸ τὸ λέγουν αὐτουπὶν, νἄχῃ τὰς χρὰς κομμάτια,
παρέξω νἄχῃ κόκκινον καὶ πράσινον κομμάτι,
καὶ γερανὸν καὶ κίτρινον ὀξὺν καὶ τὸ γαλάζιον,
νὰ ʼποῦν [ὅτι] εἶσʼ ἀρχοντόπουλον ἀπὸ τοὺς σεβαστάδες, 270
ἢ εἶσʼ ἐκ τὴν Μισοθυνιὰν κάποιας λουλῆς κοπέλιν,
κι ἀπόθανεν ἡ μάννα σου κι ἀφῆκέν σε λογάριν,
καὶ ʼγόρασες τʼ αὐτούπιν σου αὐτὸν τὸ καμαρόνεις,
καὶ λέγεις, σεβαστοῦ παιδὶν ὑπάρχεις ʼκ τὴν Νικαίαν.
ἐγείρου γοῦν μὲ τὸ καλόν καὶ φύγʼ ἀπὸ τὴν μέσην, 275
μὴ ῥίψουν τὸ καπάσιν σου καὶ βρέξουν τʼ αὐτουπίν σου,
ὅτι κοπέλιν ἄχρηστον καπήλισσας ὁκάποιας
ποσῶς οὐδὲν τὸ θέλομεν νὰ κάθεται κοντά μας.“
ἀφασιανὸς ἐγύρισεν καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον
„ἐμὲν τὰ λέγεις, ἐλεεινὲ, ταῦτα, παραγιαλίτη; 280
οὐκ εἶσαι σὺ τζαγγάρη υἱός τοῦ Πετσοκαταλύτη,
ὁποῦ καθέζουν κʼ ἔῤῥαπτες μὲ χοιρινὴν τὴν τρίχαν,
κʼ ὑπῆγες καὶ δανείστηκες ὁκάποθεν λογάριν,
κʼ ἠγόρασες τὴν θάλασσαν κ᾿ ἐγίνης χρειωμένος;
οἱ χρεωφειλέταις σύρνου σε τὰ πέρπυρα νὰ δώσῃς, 285
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/209
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––187 ––