Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/207

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––185 ––

καὶ πρέπουν με ᾑ κάλτσαις μου, μᾶλλον καὶ τὸ μανδί μου, 185
κι αὐτὸ φορῶ κατάσαρκα ἔνθα γοῦν καὶ ἂν ᾖμαι.
πρέπουν με καὶ τὰ ῥοῦχά μου ὡς εὐγενὴν γυναῖκα,
τὸ νὰ φωνάζω πάντοτε εἰς ὅλα τʼ ἀκρωτήρια·
εἰς τὴν γλυκέαν τὴν αὐγὴν τὴν γλυκοδροσισμένην
ἀνθοβολοῦν τὰ ἄνθη της καὶ κηλαδῶ, ὡς οἶδας, 190
οὐδὲν λαλῶ τοὺς καύκους μου, οὐδὲ κακοὺς ἀνθρώπους.
πουλίτσια ἐποίησα μονόκοιλα εἰκοσάδα,
καὶ περπατάρης ἀσεβὴς ὀλίγον κατʼ ὀλίγον
ἐπῆρέν μου τὰ δώδεκα, ἔκαψεν τὴν καρδιάν μου,
ἐκάην ἡ καρδίτσα μου, ἐπόνεσα ὡς μάννα. 195
φοβοῦμαι γοῦν ἡ ἄθλια καὶ τρέμω καὶ δειλίω,
ὅποθεν στέκω, κάθομαι πολλάκις μετʼ ἐκεῖνα,
πάντα διδάσκω, παραινῶ τὰ ἄλλα μου πουλία
νὰ κάθουνται εἰς πλάγι μου, μὴ ταὔρῃ περπατάρης,
κι ἀλλοίμονον, ἐπάρῃ τα καὶ κάψῃ τὴν καρδιά μου. 200
ἐμένα πάλʼ οἱ βασιλεῖς εἰς γεῦμάν τους μὲ τρώουν,
κʼ οἱ ἄρχοντες οἱ εὐγενεῖς εἰς πρόγεμαν καὶ δεῖπνον,
καὶ πλούσιοι ἠθέλασιν, πτωχοί καὶ νὰ μέ εἶχαν.
καὶ μὲ ζωὴν καὶ θάνατον οἱ πάντες ἀγαποῦν με.
ἐσὺ δὲ πῶς ἐτόλμησας καὶ συκοφάντησές με; 205
νὰ σʼ ἐγκαλέσω εἰς τὸν ἀετόν τὸν μέγαν βασιλέα
(πολλὰ μὲ χρῄζει καὶ αὐτὸς, ἂν ἠμπορῇ νὰ μʼ ἔχῃ),
πουτίκιν κακοῤῥίζικον ἀπὸ τὴν κακοτύχην,
καὶ νὰ ὁρίσῃ νὰ γενῇς ἀόρατος ʼκ τὸν κόσμον
ἐτοῦτον τὸν γλυκύτατον, νά πᾷς εἰς ἄλλον βράχος, 210
καὶ νὰ ποιῇς τὰς γέννας σου δυσκόλως καὶ βαρέως.“
καὶ πρὶν νὰ παύσουν ὄχλητα καὶ γενεαλογίαν,
καθὼς τὸ καταλόγιν του γροικᾷς ὅτι ὀχλοῦνται,
ὁ καρκαντσᾶς ἀπήρξατο νά ὑβρίζῃ τὸ ὀρνίθιν
„ὀρνίθιν κουρουνομύαλον καὶ μυξοσκατοφάγον, 215
πολιτικὴ ἀδιάντροπε μετὰ πολὺν φουκάριν,
ὁποῦ πορνεύεις πάντοτε μᾶλλον μὲ τοὺς υἱούς σου,
μωρὴ κοπελοῤῥίκτουσα, πόρνη, θυγάτηρ πόρνης,