καὶ μόνον τὸ ʼποκάμισο αὖτʼ ἔχεις καὶ φορένεις.
καὶ τώρα, κακοτύχερε, ἐμέναν καθυβρίζεις;
ἐμέναν ἐγνωρίζουνε κʼ ἐσέν κατέχουσί σε· 120
κι ἂν οὐ σιγήσῃς τὸ λοιπὸν, θέλω σὲ καθυβρίσει.
τζαχαρατᾶ μὲ τὴν φωνὴν, μεσημβρινὲ μὲ τʼ ἄσπρα,
ἀτζίγγανε μαυρότεχνε, ἐμὲν τὰ συντυχαίνεις;
ὅλως τολμᾷς καὶ πρὸς ἐμὲν λόγους ἐπαναγείρεις,
τὴν λιγερὴν, τὴν χυμευτὴν καὶ πάντερπνον τὴν χῆνα;“ 125
Ἐκεῖνα οὐκ ἐσίγησαν τὴν ὄχλησιν τὴν εἶχαν,
κʼ ἡ ἔφια ἀπήρξατο ὑβρίζειν τὸ παώνιν.
„παώνιν λεπροπόδαρον, Φράγκε μὲ τὸ καππούτζιν,
καὶ χήρα πάλιν θλιβερὰ μετὰ μυρολογίου,
ἐγείρου, φύγε ἀπʼ ἐδῶ ἀπὸ τὸν γάμον τοῦτον. 130
ποσῶς οὐκ ἔχεις ἡδονὴν τὸν γάμον νὰ τιμήσῃς.“
γυρίζει, πάλιν ὁ παὼν καὶ πρὸς τὴν ἔφιαν λέγει
„μωρή βρωμοσθενήτισσα καὶ μυριοκαπνισμένη,
νομίζεις ὡς ἐκάπνισες κʼ ἔκαυσες τὰ σκουμπρία,
ἐκ τὴν πολλήν σου μεθυσιὰν ὅλως καταβρωμοῦσιν. 135
οὐδὲν τὸ ἠξεύρομεν κʼ ἡμεῖς τὸ τίς καὶ πόθεν εἶσαι;
καὶ τώρα τρέχεις τὸν ʼγιαλόν ὁποῦ δελφῖνοι τρέχουν
νὰ πιάσῃς τὰ σκουμπρία σου, τάχα νὰ τὰ καπνίσῃς,
νὰ δώσῃς τὸν πραματευθήν, νὰ πάρῃ νὰ παγαίνῃ;
κι οὐ μὴ τὸ λέγω ψέματα, οἱ πάντες τὸ θωροῦσιν, 140
τοὺς τόσους χρόνους πάντοτε τὴν θάλασσαν νὰ τρέχῃς,
νὰ γέρνεσαι, νὰ πλένεσαι, καὶ πάντα καὶ νὰ λῶσαι.
καὶ τὸ φουστάνιν τὸ φορεῖς, εἰς τὸν καπνὸν ἐκεῖνον
ἀκόμη οὐκ ἐκαθέρισε· τὸ τί νά ʼπῇς οὐκ ἔχεις.
ἀκόμη τὸ ὑπέρπυρον, τὸ ἐκράτειες ἀῤῥεβῶνα, 145
κρατεῖς το εἰς τὴν κόξαν σου, ποσῶς οὐκ ἀπολεῖς το,
καὶ βλέπει ὁ πραγματευθὴς, ἔχει παρηγορία,
ὅτι, ἂν οὐκ ἤθελες ἐλθεῖ τὸ ὑπέρπυρον νὰ στάσῃς,
τὸ ἔκοψες καὶ ἔπιες καὶ ἐχαροκοπήθης.
καὶ τώρα, παλαιοξέρασμα, κυρὰ καπνοσπατάλη, 150
ἐμένα καταμέφεσαι τὸ τί ἤθελα ʼς τὸν γάμον,
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/205
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––183 ––