Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/202

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––180 ––


τζαφαροσκέλη πελαργὲ, καμηλοπερπατάρη,
γριζόθωρε, γριζόφορε, πουλὶν δρεπανομύτιν,
ὅλως τολμᾷς, περιγελᾷς τὸν λευκοφόρον κύκνον,
τὸν στέργουσιν οἱ βασιλεῖς καὶ τʼ ἀρχοντόπουλά τους, 25
ἐσὺ τζαγγάρης ἄχρηστος ὁμοιάζεις βρωμιάρης,
χαλκωματᾶ, πάλιν εἰπεῖν, τὸν μυριομουτζωμένον·
καὶ σὺ τολμᾷς, κατηγορεῖς χρυσόγερον τὸν κύκνον;“
Ἐκεῖνα οὐκ ἐσίγησαν τὴν ὄχλησιν τὴν εἶχαν,
καὶ ὁ πουκάνος ἤρξατο ὑβρίζειν τὴν ὠτίδα. 30
„ἦλθες, κύρʼ οἰκοδέσποινα, καὶ σὺ ἐδῶ ʼς τὸν γάμον,
κʼ ἔκατσες ὡς κουβουκλαρεὰ μετὰ παντὸς ὀρνέου,
μωρὴ κοπελοῤῥίκτουσα [καὶ] λειβαδοαναθρεμμένη,
τζαμπουνομύτρια, τζαμπεροῦ καὶ φουστανοφοροῦσα,
σπασμένη καὶ πανάτσαλη, μὲ τὸν πηλὸν χρισμένη; 35
ἂν οὐκ ἠγέρθης τό γουργὸν νὰ ἐπάρῃς τὰς ποδεάς σου,
αὐτὰς τὰς κακομάζωχτας, κʼ ἐπάρῃς νὰ ὑπαγαίνῃς,
τώρα νὰ ἰδῇς καὶ πλεότερον τὸ τί σὲ θέλω κάμει.
ἦλθες, βρωμοῦσα τζαμπεροῦ, εἰς ἀτιμιὰν τοῦ γάμου.“
στρέφεται, βλέπει ἡ ὠτὶς πάλιν τὸν καπουκάνον 40
καὶ λέγει τον „ φουρνόστομε, τίναν τὰ συντυχαίνεις;
βρωμόστομε, βρωμόχνωτε, τί ἒν τὸ λαλεῖς καὶ λέγεις;
ἐσὺ ὁποῦ τρῷς ἐκ τὸ πουρνὸν ὁλώματους ἰχθύας,
ὡς τὸ δισάκκιν τὰ χαλᾷς κι ὡς τὸ ταρπὶν τὰ ῥίπτεις.
ὁμοιάζουσιν ᾑ σάρκες σου τρέμουλα τῆς θαλάσσης, 45
ὁμοιάζεις καὶ τὸν σφόνδυλον τοῦ φούρνου, φουρνοκόπην.
πάντως κακομουζάκωτε, τὰ κρέη σου οὐ τρώγουν,
ἐξῶν μόνον οἱ μέρμιγκοι κʼ ἡ σκύλα τοῦ τζαγγάρη·
καὶ σὺ τολμᾷς, κατηγορᾷς τὴν ὠτίδαν τὴν γραῖαν,
ὁποῦ μὲ τρώγουν βασιλεῖς καὶ τʼ ἀρχοντόπουλά τους; 50
πάλιν τʼ αὐγά μου θέλουσιν ᾑ εὐγενίδες ὅλαις.
σώπασε, κακοτύχερε, γεράκιν ξερασμένον,