ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς μεγάλως ἐθυμώθη
καὶ πρὸς τὸν λεοντόπαρδον ἐφθέγξατο τοιαῦτα 890
„κρατεῖ με τὸ βασίλειον καὶ ἡ μεγαλειότης,
ἡ ὄχλησις, ἡ ταραχὴ ἡ μέλλουσα γενέσθαι,
ἀμμὴ νὰ ἥπλωσα δαμὶν τὸ παλαμόχειρόν μου,
καὶ νὰ σὲ ἔγγισα δαμὶν εἰς τὴν κατασαγοῦναν,
καὶ νὰ σὲ ἐξεστόμωσα ἕως τὸν μέλιγγά σου· 895
τότε νὰ σ᾽ ἔμαθα καλὰ τὸ πῶς νὰ συντυχαίνῃς,
τὸν βασιλέα δὲ ποτὲ νὰ μὴν τὸν ἀναφέρῃς.
ἀλλ᾽ ὅμως γοῦν πρὸς τὸ παρὸν ἐβγᾶτ᾽ ἀπὸ τὸ μέσον,·
νὰ ἔλθῃ καὶ ὁ ἔλεφας ὁ καὶ συγκάθεδρός μου,
νὰ εἴπῃ καὶ αὐτὸς λοιπὸν χαρίσματα τὰ ἔχει. 900
καὶ ὅταν ἐκπληρώσουσιν καὶ ἀποποῦν οἱ πάντες,
τότε νὰ εἴπω καὶ ἐγὼ καὶ τότε νὰ ὁρίσω,
ὡσεί τι ἔχων θέλημαν ὡς βασιλεὺς καὶ λέων.“
τότε ἐλθὼν ὁ ἔλεφας ἐστάθη εἰς τὸ μέσον
καὶ ταῦτα προσεφθέγξατο πρὸς τὴν κοινότην ὕλην 905
„ὥσπερ τις πύργος ἀσφαλὴς καὶ κατωχυρωμένος,
φρούριον ἀπολέμητον καὶ δυνατὸν εἰς ἄκρον,
οὕτως ὑπάρχω καὶ ἐγὼ, σφόδρα στερεωμένος·
ἐπάνω μου γὰρ κτίζουσιν κάστρη μὲ τὰ σανίδια,
καὶ ξυλοπύργους δυνατοὺς πολλὰ ὠχυρωμένους, 910
καὶ στήκουσιν οἱ ἄνθρωποι μέσα ἀρματωμένοι
καὶ πολεμοῦσιν ἰσχυρῶς πάντας τοὺς ἐναντίους,
καὶ πάντας καταβάλλουν τους, πάντας καταπονοῦν τους.
ἀκόμη τὰ ὀστέα μου ποιοῦν μεγάλας χρείας,
βασιλικὰ κλινάρια, πατριαρχῶν σελλία, 915
καὶ δοκανίκια γλυπτὰ, τορνοεμφωλευμένα,
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/194
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––172––