Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/187

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––165––

κι ἂν τύχῃ νᾆναι καὶ κακὸν σαμάριν τὸ σὲ στρώνουν,
ἐγδέρνει καὶ τὴν ῥάχιν σου, πληγόνει τὰς πλευράς σου,
καὶ τρώγουν σε συζώντανον κόρακες καὶ κουρούναις.
κι ἂν ἒν καὶ εὕρῃς καὶ νερὸν καὶ νᾆσαι φορτωμένος, 685
γυρίζεις καὶ τὸν κῶλόν σου καὶ βρέχεσαι καὶ στέκεις,
καὶ κάμνεις νοικοκύριν σου καὶ σκᾷ ᾿πὸ τὸ κακόν του,
καὶ δίδει σου καὶ ῥαβδακαῖς καὶ σέν᾽ ἀπόδαγκάνει.
ἀκόμη, πομπογάδαρε, νὰ σὲ εἰπῶ καὶ ἄλλον,
τὸ ἤκουσ᾿ ἀπ᾿ τοὺς γέροντας καὶ τοὺς προπάτοράς μου. 690
ἐσεῖς ἐβάλετε βουλὴν τοιαύτην οἱ γαδάροι,
καὶ ἕναν ἐξελέξατε τὸν ἔχετε φρονέα,
νὰ ἀποστείλετε αὐτὸν ἕως τὸν βασιλέα,
νὰ δεηθῇ καὶ νὰ εἰπῇ καὶ νὰ παρακαλέσῃ,
διὰ τ᾿ ἀπανωγόμια ποῦ βάνουν εἰς τὴν μέσην 695
καὶ βαρεοφορτόνουν σας ἕως νὰ ἀναπνῆτε,
μὲ ὁρισμὸν προστάγματος νὰ ᾿ρίσῃ νὰ τὸ κόψουν.
ὁ βασιλεὺς δὲ ἤκουσεν τὴν δέησιν τοῦ ὄνου·
κατὰ τὴν ὥραν ὥρισεν καὶ πρόσταγμαν ἐποῖκεν,
καὶ ἔγραφεν καὶ ὥριζεν πάντας γαδουρολάτας. 700
τοὺς ἔχοντας τὰ ὀνικὰ εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον,
μηδὲν τολμήσειεν κανεὶς ἢ μικρὸς ἢ μεγάλος
νὰ βάλλῃ εἰς τὸν γάδαρον ἄλλον ἀπανωγόμιν.
ἐστράφη δὲ ὁ γάδαρος μετὰ χαρᾶς μεγάλης,
βαστάζων εἰς τὸ στόμα του καὶ εἰς τὰ ᾿δόντιά του 705
τὸ πρόσταγμαν καὶ ὁρισμὸν τοῦ βασιλεῶς ἐκείνου.
ὡς ἦλθεν δὲ, ὡς ἔσωσεν ὁ ὄνος ἐκ μακρόθεν,
κοπιασμένος τὰ πολλὰ, κοντὰ εἰς ἕνα μίλιν,
καὶ εἶδεν ὁμοθυμαδὸν ὁμοῦ τοὺς ὄνους ὅλους,