έχουν το εἰς τὰ λάχανα, τὰ λέγουσιν ὀφρύγια,
καὶ εἰς τὰς γούλας τὰς χοντρὰς, τὰς λέγουνε κουρούκλαις,
καὶ εἰς τὰς σεύκλας τρώγουν το, κ᾿ οἱ ἄρχοντες ᾿ς τὸ γεῦμα
ὀλίγον καὶ δαμίτσικον ὡς διὰ νὰ χωνεύσουν.
ἀκόμη καὶ τὸ κέρας μου μεγάλην χρείαν κάμνει· 605
ποιοῦν κερατοβούκινα, βαστάζουν στρατιώταις,
βαστοῦν εἰς τὰ κυνήγια, ἀλλὰ καὶ εἰς φουσάτον,
καὶ κροῦν τα καὶ φωνάζουσιν νὰ κράζῃ εἰς τὸν ἄλλον.
ἔχω κι ἄλλα χαρίσματα, ἂν θέλω νὰ σᾶς εἴπω,
ἀλλὰ ἀφίνω τα λοιπόν, οὐκ ἔξεστί μοι λέγειν.“ 610
τότε ὁ βοῦς ἐφθέγξατο καὶ λέγει πρὸς βουβάλιν
βορβοροκωλοκύλιστε, φλυαροσκατολόγε,
ὅσα εἶπες διὰ λόγου σου καὶ ὑπερεκαυχίσθης,
ταῦτα γὰρ ἔχω καὶ ἐγὼ καὶ ἄλλα πλείω τούτων.
πρῶτον ἐμὲν τὸ κέρας μου χρῶνται καλαμαράδες, 615
ποιοῦν τὰ καλαμάρια, ποιοῦν κονδυλογράφοι,
ἀλλὰ καὶ οἱ τορνάριδες εἰς ἅπασαν τὴν χρείαν,
εἰς θρόνους, εἰς σελλίσματα, εἰς σκάκους, εἰς ταβλία,
κ᾿ εἰς ἠλακάτας τορνευτὰς σφονδυλοτορνημένας,
εἰς ἄκρας σκουτελίων τε, εἰς ἄκρας λατσουνίων, 620
λέγω δ᾽ ἑτέρας πλείονας δουλείας τορνεμένας.
καὶ δεῦρο πάλιν νὰ εἰπῶ καὶ περὶ τῶν νευρῶν μου·
ἔχουν τα οἱ μαΐστορες τσαγγράδες, δοξαράδες,
νευρόνουν τὰ δοξάρια, νευρόνουν καὶ τὰς τσάγγρας.
ἀκόμη καὶ ὁ σαγιττᾶς νευρόνει ταῖς σαγίτταις, 625
καὶ ὁ σελλᾶς καὶ σαμαρᾶς χρῶνται καὶ οὗτοι ταῦτα,
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/184
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––162––