Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/169

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––147––

καὶ τὰ δικά σου πράγματα λέγεις τα πρὸς ἐμένα;
ἀλλοὶ, καὶ ἂν σὲ εὕρουσιν, ἀλλοὶ καὶ ἄν σὲ πιάσουν, 165
ὅταν σκάπτῃς τὰ ἄλευρα καὶ χέζῃς καὶ µιαίνῃς
κ᾿ εἰς τὸ κεχρὶν κ᾿ εἰς τὰ κουκιὰ κ᾿ εἰς ἅπαντα τὰ εἴδη,
καὶ χέζεις δὲ καὶ τὴν γωνιὰν καὶ χώνεις τα μὲ στάκτην,
καὶ ὅταν σὲ ταῦτ᾽ εὕρωσιν ποιοῦντα οἱ ἀνθρῶποι,
νὰ ἰδῆς ῥαβδιαῖς καὶ ματζουκαῖς ἀπάνω ᾿ς τὰ πλευρά σου, 170
καὶ νὰ σὲ κροῦν καὶ νὰ τσιλᾷς, νὰ κλάνῃς καρυδάτα·
πολλάκις εἰς τὴν κεφαλὴν νὰ τύχη νὰ σὲ δώσουν,
καὶ νὰ ψοφήσῃς, ἄθλιε, καὶ νὰ σὲ ῥίψουν ἔξω
εἰς τὴν κοπραίαν, κάκιστε, καὶ νὰ σὲ φᾶν οἱ χοῖροι.
εἰ δὲ καὶ ζῆς καὶ περπατεῖς καὶ εἶσαι εἰς τὸν κόσμον, 175
ἕνε καὶ σκύλος κυνηγὸς καὶ νὰ σὲ κυνηγήση,
τινάξῃ καὶ τὴν γούναν σου, νὰ κόψη τὴν ὀφρύν σου,
καὶ τὴν ἁλαζονείον σου κι ὅλην τὴν ἔπαρσίν σου.“
πληρώσας δὲ ὁ πονδικὸς ὅλους τοὺς λόγους τούτους
ἀπῆλθεν καὶ ἐστάθηκεν εἰς τὸ στασίδιόν του. 180
ὁ κύων δὲ, ὡς ἤκουσεν τοῦ πονδικοῦ λαλοῦντος
τὸ ὄνομα, τὸν ἔπαινον καὶ τὴν τοιαύτην φήμην,
ἀψὸς, γοργὸς ἐπήδησεν, ἐστάθην εἰς τὸ µέσον,
καὶ πρὸς τὸν κάτην ἔτεινεν καλοὺς τοιούτους λόγους
„ἐδᾶ κρατεῖ μ᾿ ἡ ἐντροπὴ καὶ ἡ ὑποταχή µου — 185
ἀμμὴ ν᾿ ἁλίσκω σε δαμὶν, νά ᾿χαψα τὴν οὐράν σου,
καὶ νὰ σὲ ἀκροτίναξα µέσον τοῦ συνεδρίου,
ἐσέναν καὶ τὴν ἀλουποῦν τὴν µακροουραδάτην,
τὴν πνίγουσαν τὰς ὄρνιθας καὶ τὰ μικρὰ πουλία,
ποῦ πνίγει τὰ ἐρίφια καὶ τὰ μικρὰ ἀρνία, 190
καὶ τὰ μὲν τρώγει ἡ κάκιστη, τὰ δ᾽ ἄλλα πίνει αἷμα,