Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/168

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––146––

ἂν εὕρῃς δ᾽ ἄβουλλον ῥογὶν νὰ γέµῃ τὸ ἐλᾴδι,
χαλᾷς κάτω τὴν (σὴν) οὐρὰν καὶ σύρνεις τὸ ἐλᾴδιν,
καὶ τὴν οὐράν σου λείχοντα χορταίνεις τὴν κοιλιάν σου. 140
ἐδᾶ κρατεῖ μ᾿ ὁ βασιλεὺς, ἐδᾶ κρατεῖ μ᾿ ὁ ὅρκος,
ἀλλὰ καὶ τὰ στοιχήµατα ὅλης τῆς συντροφίας.
ἀμμὴ νὰ πήδησα δαμὶν, μικρὸν πηδηµατίτσιν,
νὰ ἴδῃς, σκατοπονδικὲ, γυρίσματα τοῦ κάτου,
πῶς νὰ σὲ ἥρπαξα γοργὸν καὶ πῶς σὲ θελα φάγῃ, 145
πῶς νὰ σὲ ἐμασίσασιν τὰ ταπεινά µου ᾿δόντια,
καὶ νὰ σὲ ὁρουγανίσασιν καὶ νὰ σὲ ῥουκανίσαν,
νά ᾽σφιξα τὸ κεφάλιν σου, ὁ κὠλός σου νὰ ᾿βγῆκεν,
κ᾿ ᾑ κόραις τῶν ὀμμάτων σου, ὅλα τὰ ἔντερά σου.“
τότε πάλιν ὁ πονδικὸς εὐθὺς ἀπηλογήθη, 150
καὶ λόγους ἐπεχείρησε τοιούτους νὰ τῆς λέγῃ
„μεγάλώς ὑπεραίρεσαι, µεγάλως καὶ καυχᾶσαι.
λέγεις ἐμὲν καὶ λοιδορεῖς ὅτι µιαίνω πάντα,
τὰ βρώµατα καὶ πόµατα καὶ εἴδη τῶν ἀνθρώπων.
κι ἂν τρώγω, κάτη κάκιστε καὶ στακτοκυλισµένε, 155
δίκαιον ἔχω, μυσερὲ, καὶ εὔλογον νὰ τρώγω·
ζῶον γὰρ ἄγριόν εἶμαι κι ἀνήμερον παντάπαν,
καὶ εἶμαι κι ἀκολάκευτον ἀπὸ παντὸς ἀνθρώπου.
σὺ δὲ, αἰσχρὲ παμµίαρε, ἀλευροκαταχέστη,
ἐκεῖ ποῦ σὲ ποτίζουσιν, ἐκεῖ ποῦ σὲ ταγίζουν, 160
καὶ ἀγαποῦν καὶ ἔχουν σε καὶ ὁμαλίζουσίν σε,
διὰ τί τὰ κλέπτεις, ἄτυχε, κρυφὰ καὶ καταλῦς τα,
καὶ ἄλλα τρώγεις, ἄτσαλε, καὶ ἄλλα µαγαρίζεις;