Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/160

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––138––

ἐκ τὴν κοιλιά του ἔβγαλεν ὡσὰν ἀπελατίκι
μακρὺ, χοντρὸ καὶ κόκκινον, κʼ ἦτον δίχως μανίκι. 470
λέγει μου· ἔλα γλίγωρα — τί στέκεις καὶ παντέχεις
γιὰ νὰ σοῦ κάμω τὴν δουλειὰ ἐκείνη ὁποῦ κατέχεις;
καὶ τρόμαξα, σὰν τʼ ἄκουσα, κʼ ἔχεσα τὸ βρακκί μου,
ἄφηκα καὶ τὰ ῥοῦχά μου, γεμάτο τὸ σακκί μου,
καὶ γκρέμνισα ʼς τὸ πέλαγος, μόναι γιὰ νὰ γλυτώσω 475
ἐκ τὴν περίσσα συμφορὰ κʼ ἐκ τὸ κακὸν τὸ τόσον.“
„ʼπές μου, κυρὰ συντέκνισσα, γάδαρος ὄντα πήδα,
τὸ πελατίκι, ὁποῦ λὲς, ἐγὼ ποσῶς δὲν εἶδα.“
„κὺρ σύντεκνέ μου, κάτεχε, ἐκ τὴν κοιλιά του ʼβγῆκε
καὶ σείσθη καὶ λυγίσθηκε καὶ πάλι μέσα ʼμπῆκε. 480
θαῤῥῶ ὅτι ἡ κοιλία του νᾆναι ἁρματοθήκη,
κʼ εἰς εἴτι πόλεμον ἐμπῇ, ἐκεῖνος νἄχῃ νίκη,
βουμπάρδαις νἄχῃ μπρούνζιναις, τουφέκια γεμισμένα,
νἄχῃ καὶ βόλιʼ ἀρίθμητα, δισάκκια κρεμασμένα.
ἡ τύχη μᾶς ἐβώθησε νὰ μὴ μᾶς θανατώσῃ 485
καὶ πάλιν ὡς τὸ ὕστερον ὁ θεὸς νὰ μᾶς γλυτώσῃ.“
ʼρωτᾷ τον καὶ ἡ ἀλουποῦ· „σύντεκνε, πῶς ὑπάγεις,
καὶ πῶς ἐταπεινώθηκες καὶ πῶς ἐκατατάγης;“
λέγει την „μὴ μὲ ἐρωτᾷς καὶ μὴ μοῦ συντυχαίνῃς,
κι ἀπὸ τὴν σήμερον ποσῶς καλὸ μὴ παντυχαίνῃς. 490
θωρεῖς, κυρὰ συντέκνισσα, χωρὶς τὰ ʼδόντια εἶμαι,
τὄνα μου μάτι ἔχασα, καὶ τἄλλο μου πονεῖ με.
ὡσὰν ἐτζιλιπούρδησεν, ἐξάφνου ἔδωσέ με,
καὶ μέσα εἰς τὸ κούτελο ἡ κοπανιὰ ἔσωσέ με·
ἐφάνη μου, ὁ οὐρανὸς ἐχάλασε κι ὁ κόσμος, 495
καὶ ἄστραψε καὶ βρόντησε, καὶ γίνη μέγας τρόμος.
κι ὄνταν αὐτὸς μὲ κτύπησε τὴν κοπανιὰν ἐκείνη,
ἐπρίσθη τὸ κεφάλι μου κι ὡσάν ἀσκὶ ἐγίνη,
κι ἀστράψασι τὰ ʼμάτια μου καὶ τάραξʼ ὁ μυαλός μου,
καὶ τρόμαξαν τὰ σωθικὰ καὶ χάθη ὁ λογισμός μου, 500
κι ὁ νοῦς μου ἐσκοτίσθηκε, δὲν εἶναι μετὰ μένα,
καὶ πέσασι τά ʼδόντια μου, δὲν ἔμεινε κανένα.