κʼ ἔκαμε πράγματα πολλὰ, καμώματα μεγάλα.
τέτοια τοῖς ἐκατάστησε σὰν ἤθελεν ἀτός του,
λέγει τοῦ λύκου νὰ σεβᾷ ʼς τὴν πρύμνην μοναχός του,
καὶ ἔτσι τὸν ὀρδίνιασε, γονατιστὸ νὰ στέκῃ
τρεῖς ὥραις καὶ νὰ δέεται, νὰ μὴ σαλεύσῃ ἀπέκει, 440
νὰ λέγῃ, νὰ παρακαλῇ „γάδαρε, σοῦ πιστεύω,
καὶ δὸς ἐμένα χάρισμα ἐκεῖνο τὸ γυρεύω,“
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν νὰ λέῃ τὸ πατερμᾶ του·
νὰ πάγῃ καὶ ἡ ἀλουποῦ, νὰ στέκεται κοντά του,
ὅταν ʼς τὸν λύκον κατεβῇ ἡ βουλομένη χάρι, 445
ἐκεῖ κι αὐτήνη νὰ ʼβρεθῇ δαμάκι γιὰ νὰ πάρῃ.
τότες ό γάδαρος εὐθὺς τζιλιπουρδᾷ καὶ κρεῖ τον,
καὶ ὄχι μόνον μιὰ φορὰ, μὰ δεύτερον καὶ τρίτον,
καὶ ῥίχνει τον ʼς τὸ πέλαγος, νὰ τόνε πνίξῃ θέλει,
κακὰ καὶ κακῶς ἔχοντα, ὡσὰν αὐτὸς δὲν θέλει. 450
καὶ εἶδεν ἡ κύρʼ ἀλουποῦ τὸν γάδαρον πῶς κάνει,
ἀπὸ τὸν φόβον τὸν πολὺν ἀρχίνισε νὰ κλάνῃ.
καὶ τότες ὁ κὺρ γάδαρος φωνάζει καὶ γκαρίζει
καὶ συχνοκατουρεῖ πυκνὰ καὶ συχνοπορδαλίζει.
συχνά πηδᾷ, τζιλιπουρδᾷ καὶ τὴν οὐραν σηκόνει, 455
πέφτει, κυλιέται, γέρνεται καὶ ἐξωματζουκόνει.
γυρεύει καὶ τὴν ἀλουποῦ τρέχει νὰ τήνε σώσῃ,
καὶ μὲ τὸ μπουσδουγένι του καμπόσαις νὰ τὴν δώσῃ.
αὐτὴ σὰν εἶδε κʼ ἔγινεν ὁ γάδαρος φρενίτης,
ʼς τὸ πέλαγος ἐγκρέμνισε κʼ ἔπεσε μοναχή της. 460
ἀπῆράν την τὰ κύματα, ʼς τὸν λύκον τὴν ἐβγάλα,
κι ἀπὸ τὸν φόβον πὤλαβεν, ἐφώναζε μεγάλα.
ἐκάθισαν νʼ ἀναπαυθοῦν, καμπόσον νʼ ἀνασάνουν,
γαδάρου τὰ καμώματα ἐκεῖ τʼ ἀναθιβάνουν.
ὁ λύκος τὴν κύρʼ ἀλουποῦ ἐρώτα την νὰ μάθῃ, 465
καὶ λέγει πῶς ἐτρόμαξε κι ὁ νοῦς της πῶς ἐπάρθη.
„ὅλα του τὰ καμώματα στέκομαι καὶ λογιάζω,
καὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ τὰ ʼπῶ καὶ νὰ τὰ λογαριάζω.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/159
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––137––