Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/158

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––136––

νὰ τὴν ἐπάρω ʼγὼ καὶ σὺ, ὁποῦ ʼσαι σύντροφός μου,
γιατί ἔχομεν ἐχθροὺς πολλοὺς ὁποῦ κακὸ μᾶς θέλουν,
νὰ ξεύρωμε τὰ βούλονται καὶ κεῖνα ποῦ μᾶς μέλλουν.“
ὁ λύκος τὸν κὺρ γάδαρον ἔκραξε καὶ ʼμιλᾷ του, 405
καὶ κεῖνος τὸν ἐγροίκησε πῶς στέκει καὶ γελᾷ του,
καὶ μουρμουρίζει, λέγει του μὲ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια,
ὅλα κεινοῦ τοῦ φαίνουνται καθάρια μοιρολόγια.
λέγει „ἀφέντη γάδαρε, τίποτε μὴ φοβᾶσαι,
νὰ σʼ ἀβιζάρω τίποτες ἦρθα γυρεύοντάς σε. 410
ἐχθὲς ἐβάλαμε βουλὴν μὲ τὴν συντέκνισσά μου,
τότες ὄντα τὴν ἔκραξα, κʼ ἦλθεν ἐδῶ κοντά μου,
τὰ κρίματα νὰ λύσωμεν, ὁπῶ ʼχεις καμωμένα,
καὶ νὰ τὰ συγχωρήσωμεν, νᾆναι συμπαθημένα.
παρακαλῶ σε, δεῖξέ μου ἐκεῖνο ποῦ κατέχεις 415
τὸ χάρισμα τὸ ἀκριβὸν ὁποῦ ʼς τὸν πόδα ἔχεις.“
ἐκεῖνος τʼ ἀποκρίθηκε καὶ ἔπαψε νὰ κλαίγῃ
„μετὰ χαρᾶς, ἀφέντη μου, εἴ τι ὁρίσεις“ λέγει.
„νὰ μὴν περάσῃ σήμερον, καὶ ʼγώ νὰ σοῦ τὸ δείξω,
ἀλήθεια τίποτες καὶ ʼγὼ θέλω νὰ σοῦ ζητήξω. 420
αὐτὴν τὴν χάριν σὰν ἰδῇς, εὐθὺς νὰ μʼ εὐλογήσῃς
κʼ εἰς τὴν ζωήν σου κανενὸς νὰ μὴν τὸ ʼμολογήσῃς.“
„νὰ σʼ εὐλογήσω, γάδαρε, καὶ νὰ σὲ συγχωρέσω,
καὶ νάμαι πάντα σκλάβος σου εἰς πρᾶγμα ποῦ ʼμπορέσω.“
ʼς τὸν νοῦν τους εἶχαν τὸ λοιπὸν νὰ λάβουσι τὴν χάριν 425
κʼ εἰς αὐτηνοῦ τὸν σφόντυλα νὰ δέσουσι λιθάρι,
καὶ τότες εἰς τὴν θάλασσαν συζώντανον νὰ ῥίξουν,
καὶ νὰ τὸν κωλοσύρουσιν ὥστε νὰ τὸν ἐπνίξουν,
νὰ τὸν ἐβγάλουν εἰς τὴν γῆν, τότες εἰς μιὸ νὰ πέψουν,
νἄρθουσιν ὅλα τὰ θηριὰ νὰ τόνε μακελλέψουν, 430
νὰ κόψουσι τὰ πόδια του, νὰ τόνε ξελαιμίσουν,
νὰ τόνε σκίσουν ʼς τὴν κοιλιά, νὰ τὸν παραγεμίσουν,
νὰ τόνε κάμουσι ψητὸν καὶ τότε νὰ καθίσουν,
νὰ φᾶν, νὰ πιοῦσι, νὰ χαροῦν, ὥστε ποῦ νὰ μεθύσουν.
ἐκεῖνοι ἐλέγασιν αὐτὰ κι αὐτὸς ἔκαμεν ἄλλα, 435