Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/157

Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––135––

καὶ πῶς δὲν ἐπνιγήκαμεν σὲ τοῦτο τὸ ταξίδι;
ἀλλʼ ὅμως, ἀσεβέστατε, κάμε νὰ τὸ κατέχῃς.
ὁ νόμος κατὰ πῶς ʼμιλεῖ, πλέον ζωὴ δὲν ἔχεις. 370
ʼς τὸ ἕβδομον κεφάλαιον τὸ ηὕρηκα γραμμένον,
νᾆναι κομμένη ἡ χέρα σου, τὸ ʼμάτι ἐβγαλμένον·
καὶ πάλιν ʼς τὸ δωδέκατον κεφάλαιον τοῦ νόμου
λέγει νὰ σὲ φουρκίσωμεν ἐγὼ κι ὁ σύντεκνός μου.“
ὅμως ἐδώκασι βουλὴ νὰ τὸν σκοτώσουν τοῦτον, 375
καὶ κεῖνος λέγει μέσα του „ὤ κακὴ ὥρα ὁποῦ ʼτον.“
παραμερᾷ ὁ γάδαρος τὸν λύκον καὶ τοῦ λέγει,
κʼ ἀπὸ τὴν παραπόνεσιν ἀρχίνισε νὰ κλαίγῃ·
„ἀφέντη λύκε, νὰ σοῦ ʼπῶ δυὸ λόγια νὰ γροικήσῃς.
ἐπεὶ μʼ ἐγγίζει θάνατος, σὰν ἔγινεν ἡ κρίσις. 380
τὸ χάρισμα ὁπῶ ʼχω ʼγὼ δὲν θέλω νὰ τὸ κρύψω.
ζῶντά μου θέλω κανενὸς νὰ τοῦ τʼ ἀποκαλύψω,
δὲν θέλω νὰ τʼ ἀφήσω ʼγὼ τὸ τάλαντον χωσμένον.
μὰ θέλω κανενὸς πτωχοῦ νὰ τὄχω δανεισμένον.
μήπως καὶ κολαστῶ ἐγώ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο, 385
διατί (δέν) εἶνʼ ἁμάρτημα μεγάλο σὰν αὐτῆνο.
ἤξευρε τὸ λοιπὸν, ἂν θες, χάρισμα ἔχω μέγαν
ὀπίσω εἰς τὸ πόδα μου, σὰν οἱ γονεῖς μου λέγαν.
καὶ ὅποιος μόνον τὸ ἰδῇ τὸ χάρισμα ποῦ λέγω.
ὅλοι του οἱ ἀντίδικοι φεύγουσι, σοῦ ὀμνέγω, 390
ἀκούει, βλέπει καὶ μακρὰ σαράντα ʼμερῶν στράτα,
κʼ εἰσὲ ῥοπὴν τοῦ ὀφθαλμοῦ γροικάει τὰ μαντάτα.“
ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν, ἐπίστευσε μοναῦτα
καὶ τρέχει πρὸς τὴν ἀλουποῦ καὶ λέγει της τοιαῦτα·
ἡ ἀλουποῦ σὰν ἤκουσε, μὴ γνοὺς τὴν πονηρίαν 395
καὶ τοῦ γαδάρου τὴν βουλὴν ἔμεινε ʼς ἀπορίαν,
καὶ λέγει „ἀφέντη σύντεκνε, τὸ χάρισμα ἐκεῖνον
γοργὰ ἐπιμελήσου το, 'μίλησε μετὰ κεῖνον,
καὶ κάμε τρόπον κι ὀρδινιὰ νὰ σοῦ τʼ ἀποκαλύψῃ,
νὰ σοῦ τὸ δείξῃ σήμερον, πάσχισε νὰ μὴ λείψῃ 400
τοιαύτη χάρι θαυμαστὴ, νὰ μὴ χαθῇ ʼκ τοῦ κόσμου,