κι ὡσὰν μὲ ἤθελεν ἰδῇ, κακὰ ἐῤῥάβδιζέ με,
μὲ βέργα πάντα ἔδερνε τὰ δόλια τʼ αὐτιά μου, 335
καὶ ἔδερνε τὸν κῶλόν μου καὶ πόνουν τὰ πλευρά μου,
κι ἀπὸ τὸν πόνον τῶν ῥαβδιῶν κʼ ἐκ τοῦ περίσσου κόπου
ἀχάμνισάν μου τὰ νεφρὰ καὶ συχνοπορδοκόπου ——
τιμὴν νὰ ἔχετε ἐσεῖς, ἀφένταις ἐδικοί μου —— .
ἐμὲν ἐτοῦτα φύλαγεν ἡ μοῖρα ἡ κακή μου. 340
ἀλλʼ ὅμως ἐγροικήσατε τὰ ἁμαρτήματά μου
καὶ συγχωρήσετέ μού τα καὶ μὲ τὰ κρίματά μου.“
γροικῶντας ταῦτʼ ἡ ἀλουποῦ ἔσεισε τὸ κεφάλι
καὶ λέγει πρὸς τὸν γάδαρον μὲ μάνητα μεγάλη
„τί τζαμπουνίζεις, γάδαρε, καὶ τί στραβοκωλίζεις, 345
καί τʼ εἶνʼ αὐτὰ τὰ ψέματα καὶ τί ʼναι τὰ σαλίζεις;
στάσου ὀμπρός μας ὄμορφα καὶ ʼπές μας τὴν ἀλήθεια,
καὶ μὴ μᾶς λὲς, κὺρ γάδαρε, αὐτὰ τὰ παραμύθια.
αὐτά ʼναι λόγια τῶν κλεπτῶν καὶ ψεματολογίαις·
οὐ στέργομεν, οὐ θέλομεν τέτοιαις μυθολογίαις.“ 350
ὡς ἤκουσεν ὁ γάδαρος τῆς ἀλουποῦς τὰ λόγια,
ἀρχίνισε νὰ δέρνεται, νὰ λέγῃ μοιρολόγια,
καὶ λέγει τους „ἀφένταις μου, τί ἔχετε μὲ μένα;
καὶ ποῦρι τόσα κρίματα δὲν ἔχω καμωμένα.
μόνον τὸ μαρουλλόφυλλον ὁπῶ ʼχω φαγωμένον, 355
καὶ ποῦρι δέν τό ἔκλεψα, μά ʼχω το δουλεμένον.“
ὁ λύκος δὲ τῆς ἀλουποῦς ἐγύρισε καὶ λέγει
„τί τὸν ψηφᾷς τὸν γάδαρον, ἂν δέρνεται καὶ κλαίγει;
ἐσὺ τὸν νομοκάνονα ἄνοιξε, διάβασέ το,
τὸ γράμμα, ὁποῦ θὲς ἰδῇ, ἐσὺ ξεδιάλυσέ το.“ 360
τότες τὸν λύκον ἔκραξε καὶ στάθηκε κοντά της,
ὁρίζει καὶ τῆς φέρνουσι τὸν νόμον ἔμπροστά της,
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν ἀνοίγει καὶ διαβάζει,
καὶ τότες τὸν κὺρ γάδαρον γυρίζει κι ἀτιμάζει
„ἀφορισμένε γάδαρε καὶ τρισκαταραμένε, 365
αἱρετικὲ καὶ ʼπίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε,
νὰ φᾷς τὸ μαρουλλόφυλλον ἐκεῖνο χωρὶς ʼξίδι!
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/156
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––134––