κʼ εἰς τὰ τζιλιπουρδίσματα κʼ εἰς τὴν ʼπιδεξιοσύνη
ὁμοιάζω τὸν πατέρα μου κʼ εἰς τὴν γλιγωροσύνη.
τίποτες δὲν ἀπόμεινεν ὅσα ʼξευραν ἐκεῖνοι,
νὰ μὴ μοῦ τʼ ἁρμηνέψουσι, κανένα νὰ μοῦ μείνῃ.
πόσα κʼ ἐγὼ καθημερνὰ γεννᾷ ὁ λογισμός μου, 235
ὡσὰν αὐτὰ καὶ πλειότερα γέμει τα ὁ λαιμός μου.
τὸν Κύριον ἐδόξασαν τὸν περευλογημένον,
τὸ πῶς ἐγέννησαν φυτὸν πολλὰ τετιμημένον.
μὲ τὴν εὐχή τους ζῶ καλὰ, ἀφέντισσα τοῦ κόσμου,
ἀλλʼ ἡ ζωὴ τῶν ὀρνιθιῶν εἶναι ὁ θάνατός μου. 240
πολλὰ μοῦ παραγγείλασιν ἐκεῖνʼ οἱ συγγενεῖς μου,
καὶ πάλιν μὲ τὸ στόμα τους μοῦ τό ʼπαν οἱ γονεῖς μου.
βλέπεσαι, θυγατέρα μου, τὰ σπήτια τῶν ἀρχόντων,
γιατʼ ἔχουν σκύλους δυνατοὺς κι ὅτινα πιάσουν, τρῶν τον,
καὶ νὰ θυμοῦμαι, μοῦ ʼπασι, τῆς γρᾶς τὸ καταλόγι, 245
κι ἀκούσετε τὸ τί ʼμιλεῖ, γροικήσετέ το ὅλοι.
'πʼ ἀφίνει σπήτια πτωχικὰ κι αρχοντικὰ γυρεύει,
ὁ διάβολος ʼς τὸν κῶλό του, κουκιὰ τοῦ μαγειρεύει,
γιατί ταῖς χήραις ταῖς πτωχαῖς ταῖς καταδικασμέναις
καθημερνῶς πολλαῖς ζημιαῖς τοὺς ἔχω καμωμέναις. 250
καὶ χήρα μιὰ κακότυχη καλὰ οὐδὲν ἐθώρειε,
νὰ γνέθῃ δὲν ἐδύνετο, νὰ κάτσῃ δὲν ἠμπόρειε,
καὶ σπήτι δὲν ἐπόταζεν, ἀμμʼ εἶχε μιὰν μπαράκα,
εἶχε καὶ ὄρνιθα παχειὰ, τὴν ἔλεγε Καβάκα.
αὐγὰ ἐγέννα δίκροκα, χοντρὰ παρὰ τὴν φύσι, 255
νὰ παραβγῇ τὴν πόρταν της δὲν ἤθελε νʼ ἀφήσῃ.
τὴν γρᾶν ἐπιβουλεύουμουν καὶ θώρουν την σὰν Χάρο.
ʼς τὸν νοῦν μου μέσα λόγιασα τὴν ὄρνιθα νὰ πάρω.
βλέπω, περιεργάζομαι, γάτα καὶ ἦτον γραῖα,
κʼ εἶχε τὴν τρίχα κόκκινην καὶ τὴν οὐρὰ μακρέα. 260
ἡ γραῖα τοὖχεν ὄνομα Περδίτζη νὰ τὸν κράζῃ,
εἰς τὸ μαλλί, εἰς τὴν οὐράν, ὅλως ἐμὲν ὁμοιάζει.
ἀγάπα καὶ τὴν ὄρνιθα, ἀγάπα τὸν Περδίτζη,
κι ὡσὰν παιδιά της τἄβλεπε, ἀγώρι καὶ κορίτσι.
Σελίδα:Carmina Graece Medii Aevi, W. Wagner (1874).djvu/153
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
––131––