Τὰ ’ματάκια σ’, ὅπου στρέψουν,
θαὕρουν πάγους καὶ νερά·
κι’ ᾑ χιονιαὶς θὰ σοῦ μουσκέψουν,
τὰ λεπτὰ φτερά...
Ἄχ! σὰν στρέψω καὶ σὲ ἰδῶ,
’μένα συλλογιοῦμαι—
Μυῖα, μεῖν’ ἐδώ,
νὰ τὰ ’ποῦμε.
Ξένο κ’ ἔρημο καὶ ’μένα
μ’ ηὗρ’ ἀρρώστια καὶ κακό,
καὶ στενάζω, σὰν κ’ ἐσένα,
δίχως ἐδικό.
Ναί, ἀδερφή μ’ ἐργατική!
Σὰν κ’ ἐσένα μόνο,
μέσ’ στὴν φυλακὴ
τελειόνω!
Ὅμως μεῖνε. Γιὰ τὰ δυό μας
ἔχω ’να φελὶ ξερό·
Ἔχω ’κόμα στὸν καϋμό μας
δάκρυ γιὰ νερό·
Κ’ ἴσως σώσουν στὴν γωνιὰ
δυὸ χλωμαὶς τσιμπλίδες
ἀπ’ τὴν παγωνιὰ
ταὶς ἐλπίδες.