Στὸ γυαλὶ τὸ θολωμένο
ντζιντζιρίζει κάτι τί:
Τὸ μελίσσ’ εἶναι κλεισμένο,
καὶ νὰ’ ’βγῇ ζητεῖ.
—Μεῖνε, μυῖα, φυλακή,
ἔξω κάμνει χιόνι.
Τὸ θωρεῖς ἐκεῖ;
Σὲ παγόνει!
Ἔξ’ ὁ κάμπος ἐμαράνθη
μὲ τὸ φύσα τοῦ Βοριᾶ,
κι’ ἀφανίσθηκ’ ἀπό τ’ ἄνθη
γλύκα καὶ θωριά.
Νὰ βυζάξῃς μὴ θαρρεῖς,
σὰν καὶ πρῶτα, μέλι;
Μὴ νὰ ξαναβρῇς
τὴν κυψέλη;