καρτερῶ τὸν κυνηγό, ἢ τὸν θάνατ’ ἀπὸ πεῖνα. Καὶ λυποῦμαι μοναχά, πῶς δὲν ’μπόρεσα ’ως τόσο τὰ παιδιά μου τὰ φτωχὰ ἀπ’ τὸν ὄφιο νὰ γλυτώσω!