Μιὰ τὸ φῶς ἀπ’ τὰ μάτια του σβύνει,
μιὰ σὰν κόκκιν’ ἀστράφτει βαφή,
’ως ποῦ ’πέσαν οἱ κίτρινοι κρίνοι,
σὰν σταυρὸς στὴν νεκρή του μορφή!
Ποιὸ παιδί, ποῦ σιμόνει ποτάμι,
δὲν τὸ βλέπ’ ἀπ’ ἐδὼ καὶ καλά,
τί κακὸν εἰμπορεῖ νὰ τοῦ κάμῃ
τὸ καθάριο νερὸ ποῦ κυλᾷ;