Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ.
—Τὸν εἶδες μὲ τὰ ’μάτια σου, γιαγιά, τὸν Βασιλέα,
ἢ μήπως καὶ σὲ ’φάνηκε, σὰν ὄνειρο, νὰ ’ποῦμε,
σὰν παραμῦθι τάχα;
—Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
πᾶ νὰ γενῶ ’κατὸ χρονῶ, κι’ ἀκόμα τὸ ’θυμοῦμαι,
σὰν νἄταν χτὲς μονάχα.
Στὴν Πόλη, στὴν Χρυσόπορτα, στὸν πύργον ἀπὸ κάτου,
εἶν’ ἕνα σπήλαιο πλατύ, ’στρωμένο σὰν παλάτι,
σὰν ἅγιο παρακκλῆσι.
Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθῇ κοντά του,
κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὑρῇ τὸ μονοπάτι,
νὰ πᾷ νὰ τὸ μηνύσῃ.
Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας ποὺ τὸ ’ξέρει,
περνᾷ ’π’ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶ τὸν σταυρό του κάνει
μὲ φόβο καὶ μ’ ἐλπίδα.
Ἔτσι κι’ ἐγώ, βαστούμενη στὸ πατρικό μου χέρι,
ἐπῆγα καὶ ’προσκύνησα. Καὶ ἐδ’ αὐτοῦ μ’ ἐφάνη—
Ὄχι μ’ ἐφάνη! Εἶδα:
|