Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/70

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
58

—Κουμπάρε, ἔπιες κ’ ἔφαγες κ’ ἐπλάγιασες, χαλάλι
’μπρὸς στὸν Θεὸ ποῦ βλέπει!
Μὰ μ’ ἔκλεψες καὶ τ’ ἄχερο. Αὐτό, κακὸ κεφάλι,
νὰ τὸ πληρώσῃς πρέπει!

Μ’ ἐκόστισε τὴν μούλα μου· μιὰ φρίκη· ἕνα κόπο,
κ’ ἕνα παιδί!.. Σ’ ἀρέσει;—
Μιὰ μπαλταδιὰ τὸν ἔδωκε, τὸν ἄφησε στὸν τόπο!
—Θεὸς νὰ τὸν σχωρέσῃ!—

Ἐκτότ’ ἡ στράτ’ ἀπέμεινε στὸν οὐρανό, γιὰ θᾶμμα,
μέ τ’ ἄχερα ’στρωμένη.
Γιὰ νὰ στοχάζετ’, ὅποιος πᾷ νὰ κλέψῃ ξένο πρᾶμμα,
τὸ τί τὸν περιμένει.