Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/69

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
57

Μὰ τὰ παιδιά του νηστικὰ τρεῖς ’μέραις ἐφυλάγαν,
ψωμάκι νὰ τὰ φέρῃ.

Σταὶς τέσσαρες ἐπρόφθαξε, στὰ δόντια τὴν ψυχή του,
γιὰ νὰ γλυτώσ’ ἐκεῖνα.
Μὰ, ἦρθ’ ὁ δύστυχος ἀργά! Τὸ πιὸ μικρὸ παιδί του
ἀπέθαν’ ἀπ’ τὴν πεῖνα!..

—Βόηθα, Χριστὲ καὶ Παναγιά!—Στὰ γόνατά του πέφτει,
μεγάλα δάκρυα χύνει.
—Κι’ ἂν δὲν βοηθήσῃς νὰ τὸν ’βρῶ τὸν αἴτιο, τὸν κλέφτη,
ποὖναι Δικαιοσύνη;—

Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσεν, ἁγέρας παραρῃόνει
τῆς συννεφιᾶς τὸ στρῶμα.
Κ’ ἐβγῆκ’ ὁ ἥλιος στ’ ἁψηλά κι’ ἀνάλυωσε τὸ χιόνι,
ποῦ 'σκέπαζε τὸ χῶμα.

—Θωρεῖς τὸ σκόρπιο τ’ ἄχερο, ποῦ λάμπει δρόμο δρόμο;
Εἶναι Θεοῦ δαχτύλι!
Ὁ κλέφτης ἔφυγ’ ἀπ’ ἐδώ μὲ τὰ σακκιὰ στὸν ὦμο,
καὶ ’χύθηκ’ ἀπ’ τὰ χείλη!—

Παίρνει τὴν στράτα τὸ στρατί, μὲ τὸν μπαλτὰ στὸ χέρι,
καὶ μ’ ὄψ’ ἀγριωμένη.
Κ’ ἡ στράτα στοῦ κουμπάρου του τὸ σπίτι τόνε φέρει,
μὲ τ’ ἄχερα ’στρωμένη.