Σελίδα:Athides Aurai Georgios Vizyinos.djvu/66

Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
54

—Γιὰ τοῦ Κουμπάρου τ’ ἄχερα!—Διὰ τὸν Γαλαξία!—
καθένα ξεφωνίζει.
Κι’ ὁ γέρος ’πῆρ’ ἀπ’ τὰ ὀχτὼ στὸ πλάγι του δυὸ τρία,
κ’ ἐκάθησε κι’ ἀρχίζει.

—Ἠταν μεγάλη χειμωνιά, κι’ ἡ ὥρα περασμένη.
Ὁ μαῦρος ἀγωγιάτης
ἀκούει κάποιον καὶ βροντᾷ στὴν θύρα τὴν κλεισμένη,
καὶ σειεῖ τὴν κλειδωνιά της.

—Βόηθα, Χριστέ! Τέτοιον καιρὸ μόν’ ὁ λῃστὴς κι’ ὁ Χάρος
ἐβγαίν’ ἀπ’ τὴν φωλιά του!—
Ἀνοίγει λίγο καὶ θωρεῖ, ὁ ἴδιος τ’ ὁ κουμπάρος,
καὶ ἡ βραχνὴ λαλιά του!

—Κουμπάρε, ἄνοιξε, νὰ ζῇς! Νὰ ζήσουν τὰ παιδιά σου!
ἀπέθαν’ ἀπ’ τὸ κρύο!
κι’ ὁ Βάθιος μ’ ἀποστάθηκε. Νηστεύουμε, στοχάσου,
ἀπὸ τὰ χθὲς κ’ οἱ δύο!—

Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσε, τὸν ἔμβασε στὴν θύρα
ὁ μαῦρος ἀγωγιάτης.
Κ’ ἐπρόφθαξ’ ἡ γυναῖκά του· κ’ ἐτρέξανε στὴν γύρα
τ’ ἀνήλικα παιδιά της.

—Φέρτε ψωμί! φέρτε φαγί! φέρτε κρασί, νὰ πάρῃ
δυνάμωση, νὰ ζήσῃ!